(με την Σοφία Λαζαρέτου) Εκδόσεις Λιβάνη, 2002
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών
Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται την ιστορία του ελληνικού νομισματικού συστήματος από τότε που δημιουργήθηκε η νεώτερη Ελλάδα. Από το 1833, το νόμισμα της Ελλάδας είναι η δραχμή, που πήρε το όνομά της από ένα νόμισμα της αρχαίας Αθήνας. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αυτού αναδύεται η ταραχώδης ιστορία της. Το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο στους οικονομολόγους, αλλά σε κάθε Έλληνα που ενδιαφέρεται για την ιστορία και τις προοπτικές της οικονομίας.
Αποσπάσματα από τον Πρόλογο
Για ένα φτωχό νεοσύστατο κράτος, όπως ήταν η Ελλάδα μετά την απελευθέρωση από το τουρκικό ζυγό, η δυνατότητα πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές αποτελούσε ζωτική ανάγκη. Η ανυπαρξία εγχώριων αποταμιεύσεων και η ανεπάρκεια των υπόλοιπων εθνικών κεφαλαίων δεν έδιναν άλλες δυνατότητες χρηματοδότησης των δαπανών δημιουργίας του νέου ελληνικού κράτους. Η δραχμή συνδέθηκε από την αρχή με το διμεταλλισμό, που αποτελούσε τότε τη βάση του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος. Ωστόσο, η ιστορία της, όπως και η ιστορία της νεώτερης Ελλάδας υπήρξε ταραχώδης. Για μεγάλα διαστήματα το νομισματικό καθεστώς υπήρξε θύμα της γενικότερης πολιτικής αστάθειας και των πολεμικών περιπετειών στις οποίες ενεπλάκη η χώρα. Για άλλα διαστήματα η δραχμή μπόρεσε να συμμετάσχει στο διεθνές νομισματικό σύστημα, και, όποτε το τελευταίο λειτουργούσε καλά, να δανεισθεί την αξιοπιστία του.
Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει στην ευρωπαϊκή ένωση ένα πρόγραμμα για την υποκατάσταση των εθνικών νομισμάτων με ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Αν το πρόγραμμα αυτό ολοκληρωθεί και αν η Ελλάδα μπορέσει να συμμετάσχει, το 2002 η δραχμή θα αποτελεί παρελθόν. Τι συνέπειες θα έχει αυτό για την Ελλάδα; Τι πιθανότητες έχει αυτό το σενάριο; Πιστεύουμε ότι ο αναγνώστης του βιβλίου αυτού θα είναι σε θέση να δει τις περισσότερες από τις διαστάσεις αυτού του προβλήματος.
Για τον πρώτο από εμάς, το ενδιαφέρον για την ιστορία της δραχμής και την ανάλυση των παραγόντων που προσδιόρισαν τις νομισματικές εξελίξεις στην Ελλάδα χρονολογείται από τότε που άρχισε να ασχολείται με τα οικονομικά. Για αυτό σε μεγάλο μέρος της ερευνητικής του δραστηριότητας ασχολήθηκε με τα ελληνικά νομισματικά προβλήματα. Το 1990 ώθησε τη Σοφία Λαζαρέτου να επιλέξει για το διδακτορικό της το θέμα της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής της Ελλάδος στο 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα. Μετά την ολοκλήρωση της διατριβής της, αποφασίσαμε από κοινού να προχωρήσουμε στην συγγραφή αυτού του βιβλίου, που εν μέρει βασίζεται στην έρευνα που οδήγησε στη διατριβή της Σοφίας Λαζαρέτου, και εν μέρει στις παλαιότερες και συνεχιζόμενες ερευνητικές προσπάθειες του Γιώργου Αλογοσκούφη.
Η ιστορία της δραχμής διατρέχεται από ένα κοινό νήμα. Τη σχέση της με το διεθνές νομισματικό καθεστώς και τις εγχώριες δημοσιονομικές διαταραχές. Τόσο στο 19ο όσο και στον 20ο αιώνα, όποτε αποσταθεροποιήθηκε το νομισματικό σύστημα αυτό ήταν είτε λόγω διεθνών νομισματικών διαταραχών είτε λόγω της διατάραξης της δημοσιονομικής ισορροπίας από γεγονότα όπως οι εξοπλισμοί και οι πόλεμοι. Η μόνη εξαίρεση ήταν η δεκαετία του 1980, όταν η δημοσιονομική διαταραχή δεν ήταν αμυντικού χαρακτήρα, αλλά σχετιζόταν περισσότερο με μία αναποτελεσματική προσπάθεια αναδιανομής του εισοδήματος.
Σχόλια-Κρίσεις
«Το βιβλίο του καθηγητή κ. Αλογοσκούφη και της κας Λαζαρέτου ξεπερνάει, νομίζω, τα όρια μιας εμπεριστατωμένης ιστορικής οικονομικής μελέτης. Είναι ταυτόχρονα μια συναρπαστική αφήγηση του πολυτάραχου βίου της μεγάλης και αειθαλούς κυρίας, της ελληνικής οικονομίας».
(Αλέκος Παπαδόπουλος, Καθημερινή, 22/12/1996).
«Από τον προκάτοχό της, το Φοίνικα του Καποδίστρια, μέχρι την κατάργησή της το 2002, η δραχμή μπορεί να έχει μια εξαιρετικά συναρπαστική ιστορία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς το εθνικό μας νόμισμα βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας λόγω της τρέχουσας κρίσης των αγορών από τη μια και των θετικών επιδόσεων στο επίπεδο τιμών από την άλλη με την ανακοίνωση του χαμηλότερου πληθωρισμού των τελευταίων είκοσι δύο ετών».
(Κ. Παπαδημητρίου, Ελευθεροτυπία, 11/1/1997).
«Το νέο βιβλίο του γνωστού καθηγητή και βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας κ. Γ. Αλογοσκούφη και της λέκτορος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας κυρίας Σοφίας Λαζαρέτου μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η πρώτη βιογραφία που ενδιαφέρει όχι μόνο τους οικονομολόγους μας, αλλά και τον καθένα μας, αφού είναι γραμμένη έτσι ώστε να είναι προσιτή σε όσους θα ήθελαν να καταλάβουν τα μυστικά αυτής της κοινής ερωμένης όλων μας, της οποίας την ευαισθησία αν παραμελήσουμε, την χάνουμε πολύ εύκολα μέσα από τα χέρια μας».
(Γιάννης Μαρίνος, Το Βήμα της Κυριακής, Ιανουάριος 1997).
Απόσπασμα από το Κεφάλαιο 1
Στα σύγχρονα εθνικά κράτη, το νόμισμα, μαζί ίσως με τη σημαία και τον εθνικό ύμνο, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εθνικά σύμβολα. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα εθνικά σύμβολα, το νόμισμα, εκτός από το συμβολικό του χαρακτήρα, αποτελεί και έναν από τους σημαντικότερους κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς. Ενισχύει τις συναλλαγές, την οικονομική δραστηριότητα, τις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις, και με τον τρόπο αυτό συνεισφέρει στην οικονομική και κοινωνική ευημερία.
Η αξία του νομίσματος ως συμβόλου επαυξάνεται και από το ότι ένα ισχυρό και σταθερό νόμισμα συμβαδίζει συνήθως με μία ισχυρή και σταθερή οικονομία. Η σχέση μεταξύ νομισματικής και οικονομικής ισχύος και σταθερότητας είναι βεβαίως αμφίδρομη. Μία ισχυρή και σταθερή οικονομία διευκολύνει τη διατήρηση νομισματικής σταθερότητας, αλλά και η νομισματική σταθερότητα με τη σειρά της συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία των αγορών και των συναλλαγών και προωθεί τις αποταμιεύσεις, τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη.
Η Δραχμή και η Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας
Η ιστορία της δραχμής και του νομισματικού συστήματος της νεώτερης Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω διαπιστώσεων. Σε περιόδους που η οικονομία λειτουργούσε ομαλά και αποτελεσματικά, το νομισματικό σύστημα δεν παρουσίαζε προβλήματα. Όταν όμως υπήρχαν μεγάλες οικονομικές διαταραχές και ανακατατάξεις, κυρίως δημοσιονομικού χαρακτήρα, το νομισματικό σύστημα υφίστατο τις συνέπειες, με αποτέλεσμα να επέρχεται νομισματική αποσταθεροποίηση που με τη σειρά της δημιουργούσε εντονώτερη οικονομική αστάθεια.
Η εξέλιξη του ελληνικού νομισματικού συστήματος επηρεάσθηκε τόσο από τις παγκόσμιες νομισματικές εξελίξεις, όσο και από τις δημοσιονομικές διαταραχές που προκαλούσαν οι συχνές πολεμικές συγκρούσεις, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιστορίας της νεώτερης Ελλάδας.
Το 1828, όταν δημιουργήθηκε το πρώτο νόμισμα της νεώτερης Ελλάδας, ο Φοίνικας του Καποδίστρια, στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο επικρατούσε ο διμεταλλισμός. Άλλες χώρες βρίσκονταν στον κανόνα χρυσού και άλλες στον κανόνα αργύρου-χρυσού. Το νομισματικό σύστημα της νεώτερης Ελλάδας ορίστηκε στη βάση του κανόνα αργύρου, αν και τα περισσότερα νομίσματα που κυκλοφόρησαν ήταν χάλκινα μικρής αξίας. Ο φοίνικας δεν μπόρεσε να επικρατήσει και τα ελληνικά νομίσματα κυκλοφορούσαν παράλληλα με σειρά άλλων ξένων νομισμάτων. Οι δημοσιονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, προκάλεσαν την πρώτη παύση της μετατρεψιμότητας του νομίσματος στα μέσα του 1831, και την έκδοση χαρτονομίσματος. Η δολοφονία του Καποδίστρια έδωσε τη χαριστική βολή και στο φοίνικα.
Το 1833, μετά την εγκαθίδρυση της μοναρχίας του Όθωνα, εισήχθη η δραχμή, όνομα ενός νομίσματος της αρχαίας Αθήνας. Το νέο ελληνικό νομισματικό σύστημα ήταν στη σύλληψη διμεταλλικό, αλλά στην πράξη δεν κυκλοφόρησαν παρά ελάχιστα χρυσά νομίσματα. Η δραχμή άρχισε να επιβάλλεται στις εγχώριες συναλλαγές, καθώς απαγορεύτηκε ρητά η αποδοχή τουρκικών νομισμάτων από τα δημόσια ταμεία. Το νομισματικό σύστημα σταδιακά επεκτάθηκε, και το 1841, μετά από πολυετείς προσπάθειες, ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα. Ο διμεταλλισμός επεκράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα μολονότι υπήρχαν και μικρά διαστήματα παύσης της μετατρεψιμότητας, όπως στην παγκόσμια νομισματική κρίση του 1848 και στην επανάσταση της Κρήτης το 1868.
Υπό την πίεση των ξένων πιστωτών της, η Ελλάδα υπέγραψε το 1867 τη συμφωνία της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, αποδεχόμενη τη σταδιακή ταύτιση της χρυσής δραχμής με το χρυσό γαλλικό φράγκο και άλλα χρυσά ευρωπαϊκά νομίσματα. Η επανάσταση της Κρήτης το 1868 και ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-78 απέτρεψαν την εξέλιξη αυτή, καθώς για μία ακόμη φορά, η Ελλάδα αναγκάστηκε το 1877 να προχωρήσει σε παύση της μεταλλικής μετατρεψιμότητας.
Η παύση της μετατρεψιμότητας διατηρήθηκε για παραπάνω από 30 χρόνια. Μόλις το 1909 μπόρεσε η Ελλάδα να προσχωρήσει πλήρως στον κανόνα χρυσού που είχε υιοθετήσει και η Λατινική Νομισματική Ένωση. Ο κυριότερος λόγος για την αδυναμία αυτή ήταν η αύξηση των δημοσίων δαπανών, τόσο των αμυντικών όσο και των δαπανών υποδομής, που σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτήθηκαν με έκδοση χαρτονομίσματος. Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου από την τουρκική κατοχή, που επετεύχθη κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-78, κατέστησε αναγκαία τη διατήρηση υψηλών αμυντικών δαπανών, καθώς δημιουργήθηκε κατάσταση έντασης με την Τουρκία. Επίσης, δημιούργησε την ανάγκη αύξησης των δημοσίων δαπανών για την ανασυγκρότηση των δύο νέων επαρχιών. Οι αυξημένες δημοσιονομικές ανάγκες δεν επέτρεψαν την επιτυχή επαναφορά της μεταλλικής μετατρεψιμότητας του νομίσματος.
Ο εκτεταμένος κρατικός εξωτερικός δανεισμός της περιόδου που ακολούθησε, επέτεινε τα δημοσιονομικά προβλήματα. Ο εξωτερικός δανεισμός γινόταν όλο και πιο δύσκολος, σε μία εποχή που η Ελλάδα είχε ξεκινήσει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δαπανών για την αναβάθμιση της οικονομικής της υποδομής. Το 1893 η κυβέρνηση Τρικούπη κήρυξε πτώχευση, αρνούμενη να εξυπηρετήσει τα εξωτερικά δάνεια. Μετά την πτώχευση και την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας από την Τουρκία το 1897, ακολούθησε η εγκαθίδρυση της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικού Ελέγχου. Η επιτροπή αυτή, που αντιπροσώπευε τα συμφέροντα των ξένων δανειστών της χώρας, επέβαλε μία μακρά περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, κάτι που επέτρεψε την ανατίμηση της ισοτιμίας της δραχμής, και την υιοθέτηση του κανόνα χρυσού-συναλλάγματος το 1910.
Παρά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η δραχμή παρέμεινε στον κανόνα χρυσού-συναλλάγματος έως και το 1919, με τη βοήθεια και των συναλλαγματικών περιορισμών που γενικεύθηκαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η αρχή της δεκαετίας του 1920 βρίσκει την πολιτικά διχασμένη Ελλάδα να έχει ξεκινήσει την εκστρατεία στη Μικρά Ασία και να αναγκάζεται να χρηματοδοτεί τις πολεμικές δαπάνες με έκδοση ακάλυπτου χαρτονομίσματος. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, οι Σύμμαχοι αρνούνται να της παράσχουν οικονομική βοήθεια. Ακολουθούν μέτρα απελπισίας που ισοδυναμούν με πτώχευση, όπως η έκδοση του αναγκαστικού δανείου μέσω της διχοτόμησης των χαρτονομισμάτων το Μάρτιο του 1922.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ακολουθεί μία νέα πολιτική και νομισματική κρίση.
Η κρίση συνεχίζεται έως το 1926, όταν σχηματίσθηκε η οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ζαΐμη. Καθώς η Ελλάδα χρειάζεται νέα δάνεια από το εξωτερικό, τίθεται και πάλι υπό την κηδεμονία των πιστωτών της, που αυτή τη φορά συστήνουν τη δημιουργία ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, επιφορτισμένης με τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύεται το 1928, και η δραχμή εντάσσεται και πάλι στον κανόνα χρυσού-συναλλάγματος. Παρά τη μεγάλη διεθνή ύφεση του 1929 και τις διεθνείς οικονομικές και νομισματικές διαταραχές της δεκαετίας του 1930, που υπονόμευσαν τον κανόνα χρυσού-συναλλάγματος, η Ελλάδα κατόρθωσε να διατηρήσει σχετική νομισματική σταθερότητα έως την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η περίοδος της Κατοχής, 1941-44, προκάλεσε τη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Φυσικό επακόλουθο της καταστροφικής πορείας της οικονομίας ήταν η πλήρης κατάρρευση του νομισματικού συστήματος. Η αξία της δραχμής εκμηδενίστηκε, καθώς η νομισματική χρηματοδότηση χρησιμοποιήθηκε αλόγιστα για τις δαπάνες των στρατευμάτων κατοχής, σε μία περίοδο που η οικονομική δραστηριότητα είχε επίσης καταρρεύσει.
Οι προσπάθειες οικονομικής ανασυγκρότησης και νομισματικής μεταρρύθμισης μετά την απελευθέρωση καθυστέρησαν κυρίως λόγω του εμφυλίου πολέμου. Μόνο μετά το 1952 άρχισε να αποκαθίσταται η νομισματική σταθερότητα, που ενισχύθηκε μετά την υποτίμηση του 1953 και τη σύνδεση της δραχμής με τον κανόνα χρυσού-συναλλάγματος του Bretton Woods. Ακολούθησε μία περίοδος πρωτοφανούς για την Ελλάδα οικονομικής ανάπτυξης, που συνδυάστηκε με επίσης πρωτοφανή για τη διάρκειά της νομισματική σταθερότητα. Για είκοσι χρόνια, από το 1954 έως το 1973, η Ελλάδα γνώρισε ετήσιους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ της τάξεως του 7%, σε συνδυασμό με ρυθμούς πληθωρισμού χαμηλότερους από 4%.
Η περίοδος αυτή διεκόπη με την επικράτηση του συστήματος των κυμαινόμενων ισοτιμιών διεθνώς. Η Ελλάδα υιοθέτησε το καθεστώς της διευθυνόμενης διολίσθησης της ισοτιμίας της δραχμής, σε μία περίοδο γενικότερης διεθνούς αλλά και εσωτερικής θεσμικής αναταραχής. Η δημοσιονομική, εισοδηματική και νομισματική αστάθεια που επεκράτησε μετά το 1973, οδήγησε σε υψηλά ποσοστά πληθωρισμού, χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατόν να αποφευχθεί η σημαντική επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, και την προσπάθεια αναδιανομής του εισοδήματος μέσω δημόσιου δανεισμού, που επιχειρήθηκε στη δεκαετία του 1980.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, επιχειρήθηκε η αντιστροφή των δυσμενών δημοσιονομικών τάσεων και η επιβολή μεγαλύτερης νομισματικής πειθαρχίας. Στόχος, για μία ακόμη φορά, η ενσωμάτωση της Ελλάδας στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Αν ο στόχος αυτός επιτευχθεί, τότε η δραχμή θα αποσυρθεί και θα αντικατασταθεί στις αρχές του επόμενου αιώνα με το «εύρω», την κοινή νομισματική μονάδα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
Σύνδεσμος για την Αγορά του Βιβλίου
Σύνδεσμος σε δημοσίευμα της Καθημερινής, στις 27 Απριλίου 2002 αναφορικά με το βιβλίο