Από την Εισαγωγή στο βιβλίο Η Ελλάδα μετά την Κρίση

Από τον Αύγουστο του 2007, η παγκόσμια κοινότητα βιώνει τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση των τελευταίων ογδόντα χρόνων. Μια κρίση που πολλοί παρομοιάζουν με το μεγάλο κράχ του 1929.

Τα πάντα στην παγκόσμια οικονομία έχουν αλλάξει προς το χειρότερο. Μία κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει μεταδοθεί στην πραγματική οικονομία, δημιουργώντας συνθήκες γενικευμένης ύφεσης και αύξησης της ανεργίας. Τα παραδοσιακά εργαλεία της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής αποδεικνύονται ανεπαρκή για την πρόληψη και αντιμετώπιση της κατάστασης. Παρά την μεγάλη διοχέτευση ρευστότητας εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, παρά τη μείωση των επιτοκίων και παρά τη διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η παγκόσμια οικονομία έχει βυθισθεί σε βαθειά ύφεση.

Το τελευταίο διάστημα, οι διεθνείς οργανισμοί, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και όλες οι εθνικές κυβερνήσεις αναθεωρούν όλο και συχνότερα, τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις τους για την παγκόσμια και τις εθνικές οικονομίες. Έως πολύ πρόσφατα, κάθε αναθεώρηση ήταν προς το χειρότερο. Όλες οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις τονίζουν τις εξαιρετικές αβεβαιότητες και τους κινδύνους που απειλούν τις οικονομίες μας.

Πολλοί έχουν ήδη αρχίσει να αμφισβητούν τις ίδιες τις αρχές λειτουργίας των μεικτών οικονομιών της αγοράς που χαρακτηρίζουν τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Ιαπωνία και τις περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση οδηγεί σε αναθεώρηση πολλών από τις ιδέες που καθορίζουν την οικονομική πολιτική στην παγκόσμια κοινότητα.

Η κρίση την οποία βιώνουμε είναι διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη στη μεταπολεμική περίοδο.

Πρώτον, είναι διαφορετική λόγω της έκτασής της. Προκλήθηκε από ανισορροπίες στην αμερικανική οικονομία, την καρδιά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Από εκεί ξεκίνησε, εκεί βρίσκονται τα αίτιά της και εκεί εκδηλώθηκαν οι πρώτες επιπτώσεις της. Αυτό τη διαφοροποιεί από προηγούμενες κρίσεις που είχαν ως αφετηρία και κατάληξη περιφερειακές και σχετικά μικρές οικονομίες. Η παρούσα κρίση είναι μεγάλη, θεμελιακή και ως εκ τούτου πολύ σοβαρή.

Από τις αρχές Αυγούστου του 2007, και κυρίως μετά τις 15 Σεπτεμβρίου του 2008, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα εισήλθε σε μια φάση οξείας αποσταθεροποίησης, προβληματικής λειτουργίας των πιστωτικών αγορών, πρωτοφανούς υποτίμησης της αξίας των ακινήτων, αλλά και των χρεογράφων όπως τα ομόλογα και οι μετοχές. Για πολλούς μήνες κυριάρχησε η γενικευμένη αποστροφή στην ανάληψη κινδύνων και ο τραπεζικός τομέας κλυδωνίστηκε εκ θεμελίων.

Η κρίση πέρασε γρήγορα στην πραγματική οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρώπης, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και του υπόλοιπου κόσμου. Η χρηματοπιστωτική κρίση επηρεάζει παντού το εμπόριο και τις επενδύσεις, την κατανάλωση, τις θέσεις εργασίας και το βιοτικό επίπεδο. Δεν είναι η πρώτη κρίση της νέας παγκόσμιας οικονομίας, αλλά σίγουρα φαίνεται να είναι η πιο οξεία και η πιο εκτεταμένη μετά τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930. Η κρίση αυτή δεν συγκρίνεται με τις άλλες περιπτώσεις χρηματοπιστωτικών και χρηματιστηριακών αναταραχών που ζήσαμε μετά το 1987.

Η Κρίση και η Παγκοσμιοποίηση

Η κρίση έχει δημιουργήσει μεγάλες αντιδράσεις σε σχέση με την ίδια την παγκοσμιοποίηση και το σύστημα των μεικτών οικονομιών. Οι αντιδράσεις εκτείνονται από τον προβληματισμό για τις αναγκαίες μεταρρυθμισείς, έως την πλήρη άρνηση της παγκοσμιοποίησης και των μηχανισμών της αγοράς.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η τρέχουσα κρίση είναι πιθανό να αποδειχθεί μία πολύ δύσκολη δοκιμασία, όχι μόνο για τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς αλλά και για το σύνολο της οικονομικής πολιτικής και των οικονομικών θεσμών.

Άλλοι επεκτείνουν την κριτική τους σε όλους τους εθνικούς και περιφερειακούς θεσμούς που χαρακτηρίζουν την παγκόσμια κοινότητα. Όχι μόνο στη δομή των οικονομιών, αλλά και στα πολιτικά συστήματα, στους διεθνείς οργανισμούς και το κοινωνικό κράτος.

Το γεγονός είναι καμία περιοχή ή χώρα δεν θα παραμείνει ανεπηρέαστη. Όλοι οι οικονομικοί θεσμοί και το σύνολο της οικονομικής πολιτικής επανεξετάζεται. Τόσο ο αναπτυγμένος όσο και ο αναπτυσσόμενος κόσμος επαναξιολογεί και αναπροσαρμόζει τις πολιτικές και τους θεσμούς του.

Οι πιο μετριοπαθείς περιορίζουν την κριτική τους στη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, στους κανόνες σχετικά με τις αμοιβές στα ανώτερα στελέχη των τραπεζών και των επιχειρήσεων, στους ρυθμιστικούς κανόνες και την εποπτεία στις χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και στους κανόνες της δημοσιονομικής, νομισματικής και κοινωνικής πολιτικής.

Από την άλλη, οι αρνητές της παγκοσμιοποίησης προκρίνουν μία νέα πολιτική εκστρατεία κατά των μεικτών οικονομιών της αγοράς και κατά της παγκοσμιοποίησης.

Λίγοι είναι εκείνοι που εφησυχάζουν ακόμη και σήμερα, θεωρώντας την παρούσα κρίση συγκυριακή και παροδική.

Η κρίση έχει προφανώς ενισχύσει την θέση των σκεπτικιστών και των αρνητών της παγκοσμιοποίησης.

Τι συμπέρασμα όμως πρέπει να εξάγουμε από την κρίση που βιώνουμε. Πρόκειται για μία θεμελιακή κρίση, ή για κάτι λιγότερο θεμελιώδες, το οποίο μπορεί να αντιμετωπισθεί με τις κατάλληλης προσαρμογές της οικονομικής πολιτικής και της οικονομικής διακυβέρνησης.

Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να βγάλουμε οριστικά συμπεράσματα. Άλλωστε ακόμη κινούμαστε σε μία αχαρτογράφητη περιοχή. Ωστόσο, έχουμε εμπειρίες από το παρελθόν. Από τη «μεγάλη ύφεση» της δεκαετίας του 1930. Μπορούμε να διασφαλίσουμε τις αναγκαίες οικονομικές και θεσμικές προσαρμογές που θα προστατεύσουν τις οικονομίες και τις κοινωνίες μας από μία παρατεταμένη διεθνή πιστωτική ασφυξία και μία μεγάλη συρρίκνωση της κατανάλωσης, των επενδύσεων, της ανάπτυξης και της απασχόλησης;

Αυτή είναι η πρώτη ομάδα ερωτημάτων στην οποία επιχειρεί να απαντήσει αυτό το βιβλίο. Όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη. Άλλωστε η Ελλάδα είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει υιοθετήσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο, και μετέχει στην παγκόσμια κοινότητα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολλές από τις επιλογές που έχουμε μπροστά μας εξαρτώνται από κεντρικές ευρωπαϊκές επιλογές, τις οποίες δεν μπορούμε παρά να προσπαθήσουμε να επηρεάσουμε, αλλά και να παρακολουθήσουμε όταν διαμορφωθούν.

Υπάρχουν μερικά κεντρικά ερωτήματα για την Ευρώπη. Πρέπει να συνεχίσει η ευρωπαϊκή οικονομία να επιδιώκει τη μεγαλύτερη ενσωμάτωσή της στο διεθνές οικονομικό σύστημα; Ποιες μεταρρυθμίσεις και πολιτικές απαιτούνται ως αντίδοτο στη κρίση; Τι πρέπει να κάνουμε ώστε να προετοιμάσουμε τη ήπειρό μας για την περίοδο μετά την κρίση; Ποιο είναι το μέλλον του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους;

Ωστόσο, η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, έχει και τις δικές της ιδιαιτερότητες. Ιδιαιτερότητες που απαιτούν και μία εθνική προσπάθεια, πέραν, αλλά και σε συμφωνία, με τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες.

Η κρίση που βιώνουμε αποτελεί κίνδυνο αλλά και ευκαιρία. Και για την Ευρώπη, αλλά και για την Ελλάδα. Ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε τα λάθη του παρελθόντος και να αποφύγουμε ένα νέο κύκλο εσωστρέφειας και ομφαλοσκόπησης. Αποτελεί ευκαιρία υπέρβασης των εμποδίων στις θεσμικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να δημιουργηθεί μία νέα περίοδος ευημερίας.

Η Διεθνής Κρίση και η Ελληνική Οικονομία

Είναι γεγονός ότι μέσα στο εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον που δημιούργησε η κρίση, η ελληνική οικονομία επέδειξε αρχικά αξιοσημείωτες αντοχές. Το 2008, η διεθνής οικονομική κρίση επηρέασε την Ελλάδα λιγότερο από ό,τι τις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες.

Και αυτό, γιατί η διεθνής κρίση βρήκε την ελληνική οικονομία σε μία περίοδο κατά την οποία είχε ενισχυθεί λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που εφαρμόζονταν.

Η σοβαρή προσπάθεια που έγινε τα τελευταία πέντε χρόνια για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας, με τη στρατηγική της ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής και την πολιτική των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, είχε πράγματι θετικά αποτελέσματα.

Ωστόσο, χωρίς αμφιβολία, η διεθνής οικονομική κρίση βρήκε τη χώρα μας στη μέση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Από το τελευταίο τρίμηνο του 2008, οι βαθιά ριζωμένες διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας μας άρχισαν να αναδεικνύονται ανάγλυφα και έντονα. Αυτό συνέβη τόσο λόγω της επιδείνωσης της κρίσης των αγορών, όσο και λόγω της εντεινόμενης ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας.

Νωρίτερα από όλα αναδείχθηκαν τα διαρθρωτικά δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας. Αυτά σχετίζονται κυρίως με το μεγάλο δημόσιο χρέος που δημιουργήθηκε μετά το 1981, και το οποίο πρέπει να αναχρηματοδοτείται στις διεθνείς αγορές. Σε συνθήκες διεθνούς πιστωτικής ασφυξίας τα περιθώρια των επιτοκίων διευρύνθηκαν σημαντικά. Αναδείχθηκαν όμως και άλλα δημοσιονομικά προβλήματα. Τα αδιέξοδα του ασφαλιστικού μας συστήματος, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, και η έλλειψη πειθαρχίας στις δαπάνες – τόσο στον στενό δημόσιο τομέα, όσο και στις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς.

Το ότι οι πρώτες επιπτώσεις της κρίσης στη χώρα μας αποτυπώθηκαν στο δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος δεν είναι διόλου τυχαίο. Διότι, στα δημόσια οικονομικά εστιάζονται οι κυριότερες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.

Εκ των πραγμάτων, νέες εντατικές προσπάθειες εξάλειψης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και έντονης αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους θα πρέπει να επιδιωχθούν μόλις περάσουμε σε περίοδο ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας. Ωστόσο, ακόμη και εν μέσω της κρίσης, η δημοσιονομική κατάσταση θα πρέπει να ελεγχθεί. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα πρέπει σε πρώτη φάση να βρεθούν και πάλι κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες αν κάτι τέτοιο είναι επιθυμητό, ή και εφικτό ως το τέλος του 2010, όπως απαιτεί από την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο Ecofin με τις αποφάσεις που ελήφθησαν το 2009.

Λόγω της κρίσης, η έμφαση ασφαλώς θα πρέπει να δοθεί στα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας, στη στήριξη της ανάπτυξης που πλήττεται από τις επιπτώσεις της κρίσης και στην ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων. Αυτό απαιτεί βραδύτερους ρυθμούς δημοσιονομικής προσαρμογής, και η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει ίση μεταχείριση σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.

Προφανώς παραμένουν μεγάλα προβλήματα.

Προφανώς χρειάζεται να υπάρξει περαιτέρω πρόοδος στη δημοσιονομική προσαρμογή.

Προφανώς χρειάζεται να ενισχυθούν οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της σπατάλης στις δημόσιες επιχειρήσεις και τους οργανισμούς.

Προφανώς χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε τη γραφειοκρατία και τις άλλες στρεβλώσεις που κρατούν τη διεθνή μας ανταγωνιστικότητα σε χαμηλά επίπεδα.

Προφανώς χρειάζεται να βελτιώσουμε την αποτελεσματικότητα της δημόσιας παιδείας, της υγείας και του κοινωνικού κράτους.

Είναι αναπόφευκτο κάποιες από τις προτεραιότητες να προσαρμόζονται λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης.

Ωστόσο, αυτή η προσαρμογή δεν πρέπει να οδηγήσει σε διακύβευση των κεντρικών στόχων. Τόσο η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, είναι κεντρικοί στόχοι που λειτουργούν τελικά προς όφελος των πολιτών. Χρειάζεται συνέχεια και συνέπεια. Η αναζήτηση ενός δήθεν νέου αναπτυξιακού προτύπου για τη χώρα δεν πρέπει να οδηγήσει σε παλινδρομήσεις και πειραματισμούς που ενισχύουν την αβεβαιότητα και δημιουργούν νέα προβλήματα για το μέλλον. Η «ήπια προσαρμογή» θα πρέπει να γίνει περισσότερο προσαρμογή και λιγότερο ήπια. Οι ακρότητες όμως θα πρέπει να αποφευχθούν.

Η Ελλάδα μετά την Κρίση

Η διεθνής κρίση, ακόμη και αν αποδειχθεί παρατεταμένη, ασφαλώς θα περάσει. Η Ελλάδα πρέπει από τώρα να λειτουργεί όχι μόνο με γνώμονα την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης, αλλά και με γνώμονα την προετοιμασία της για την μακρά περίοδο που θα ακολουθήσει μετά τον τερματισμό της κρίσης.

Η ανάλυση που ακολουθεί τεκμηριώνει την ανάγκη συνέχειας και συνέπειας. Οδηγεί σε συγκεκριμένα συμπεράσματα αναφορικά με τις προτεραιότητες της μεταρρυθμιστικής και της οικονομικής πολιτικής της χώρας. Σε συμπεράσματα συμβατά με ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της χώρας, αλλά και τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτό το στόχο επιχειρεί να υπηρετήσει αυτό το βιβλίο.

Δίδονται απαντήσεις σε μία σειρά από ερωτήματα.

Τι διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε από την κρίση προκειμένου να αποφύγουμε παρόμοιες κρίσεις στο μέλλον;

Ποια πολιτική πρέπει να ακολουθήσουμε προκειμένου να αμβλύνουμε τις συνέπειες τις κρίσης;

Τι επιπτώσεις θα έχει η κρίση στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης;

Τι συμπεράσματα μπορούμε να αντλήσουμε για την πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων;

Τι πρέπει να γίνει στο δημόσιο τομέα, στη φορολογική πολιτική και στο κοινωνικό κράτος;

Στα κεφάλαια που ακολουθούν αναλύονται διεξοδικά τόσο η διεθνής κρίση όσο και η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Αξιοποιείται η διεθνής αλλά και η ευρωπαϊκή εμπειρία για να πέσει άπλετο φώς στα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας και να αναζητηθούν λύσεις που θα οδηγήσουν σε μία νέα περίοδο ανάπτυξης και ευημερίας την οικονομία και την κοινωνία μας.

Σύνδεσμος για το Βιβλίο

 

Advertisement