Φημολογείται ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο αρχιτέκτονας της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρατήρησε κάποτε ότι, «Έρριξα τους Έλληνες στη θάλασσα, και θα πρέπει να μάθουν να κολυμπούν.»

Τριάντα πέντε χρόνια μετά, είναι ακόμα αβέβαιο κατά πόσο οι Έλληνες, δεινοί θαλασσοπόροι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας μας, μπορούμε να αποδειχθούμε καλοί κολυμβητές στις ευρωπαϊκές θάλασσες.

Η κρίση του 2010, παράλληλα με παλαιότερες μικρότερες κρίσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, είναι ενδεικτική της τραχύτητας των θαλασσών που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε, και τεκμηριώνει τη συνήθειά μας να θέλουμε να πορευόμαστε με τον δικό μας ιδιαίτερο τρόπο.

Μερικά στοιχεία: Στα 30 χρόνια πριν η Ελλάδα ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα πενταπλασιάστηκε, από €2.900 το 1950 (σε σταθερά ευρώ του 2010) σε €14.500 το 1980. Στα επόμενα 30 χρόνια, και αφού η Ελλάδα είχε γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα αυξήθηκε μόνο κατά 1,4 φορές. Από τα €14.500 του 1980, σε €20.300 το 2010. Παρόμοιες τάσεις μπορούν να ανιχνευθούν σε άλλα συναφή μεγέθη, όπως η κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση ή μέση παραγωγικότητα της εργασίας.

Είναι σαφές ότι η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν οδήγησε σε κάποιο αναπτυξιακό θαύμα την Ελλάδα, ακόμα και πριν από την κρίση του 2010. Ακριβώς το αντίθετο. Η Ελλάδα εισήλθε σε μια περίοδο στασιμότητας ή ελάχιστης ανάπτυξης μετά την είσοδό της στην ΕΟΚ. Μόνο μετά τη δημιουργία του ευρώ, και για τα πρώτα δέκα χρόνια, κατόρθωσε η ελληνική οικονομία να απολαύσει μία ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη.

Η κρίση, και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά την κρίση, μεταμόρφωσαν τους πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους κατέγραφε η Ελλάδα όλη τη δεκαετία του 1980 και του 1990, καθώς και τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης που παρουσίασε η Ελλάδα μετά την υιοθέτηση του ευρώ, σε μία καταστροφική “Μεγάλη Ύφεση”. Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε κατά 16% μεταξύ 2010 και 2015 και η ιδιωτική κατά κεφαλήν κατανάλωση μειώθηκε κατά το ίδιο ποσοστό. Το ποσοστό ανεργίας εκτινάχθηκε από το 8% σε επίπεδα πάνω από 25%.

Με βάση αυτά τα στοιχεία, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι, όσον αφορά την οικονομία, η συμμετοχή της Ελλάδα στην ΕΕ δεν είχε ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα, ακόμη και πριν από την πρόσφατη κρίση. Βεβαίως, τα πράγματα επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο μετά την κρίση.

Το επταετές πρόγραμμα προσαρμογής που υιοθετήθηκε στον απόηχο της κρίσης του 2010 έχει, μέχρι στιγμής, αποδειχθεί μία παταγώδης αποτυχία. Ενώ οι προηγούμενες αποτυχίες της οικονομικής πολιτικής μπορεί να αποδοθούν σχεδόν αποκλειστικά σε ελληνικές επιλογές, η αποτυχία αυτή δεν είναι μια αμιγώς ελληνική αποτυχία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ενεπλάκησαν άμεσα τόσο στο σχεδιασμό του προγράμματος, το οποίο ήταν αποκλειστικά δικής τους έμπνευσης, όσο και στην εφαρμογή του. Η αποτυχία του προγράμματος είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό δική τους αποτυχία, και δεν οφείλεται παρά δευτερευόντως στο ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 2010 δεν υιοθέτησαν ποτέ με ειλικρίνεια το πρόγραμμα αυτό.

Τι μπορεί να γίνει τώρα; Η πρώτη προτεραιότητα είναι να αναγνωρίσουν όλοι τους περιορισμούς και τις αδυναμίες του τρέχοντος ελληνικού προγράμματος προσαρμογής. Αυτό απαιτεί πολιτική γενναιότητα εκ μέρους των εταίρων και δανειστών μας, καθώς αποτελεί έμμεση αναγνώριση και των δικών τους λαθών.

Το δεύτερο ζητούμενο είναι να συνεργαστούν οι διεθνείς θεσμοί (Επιτροπή ΕΚ, ΕΚΤ και ΔΝΤ) με τις ελληνικές αρχές για το σχεδιασμό ενός νέου, αμοιβαία αποδεκτού προγράμματος προσαρμογής, το οποίο θα εγκριθεί από από ένα ευρύτερο πολιτικό φάσμα στην Ελλάδα. Αυτό το πολιτικό φάσμα θα πρέπει να ξεπερνά τη σημερινή, ή την αυριανή, κυβέρνηση. Το αναθεωρημένο πρόγραμμα προσαρμογής πρέπει να διαθέτει ευρεία πολιτική νομιμοποίηση στην ίδια την Ελλάδα, κάτι που δεν ισχύει για το τρέχον πρόγραμμα.

Η τρίτη προτεραιότητα είναι η συνεπής εφαρμογή του προγράμματος κατά τρόπο που να εμπνέει εμπιστοσύνη ότι το νέο πρόγραμμα θα συνεχίσει να εφαρμόζεται μεσοπρόθεσμα και ανεξάρτητα από τυχόν αλλαγές κυβέρνησης. Κάτι τέτοιο θα είναι πιο αξιόπιστο αν το πρόγραμμα απολαμβάνει από την αρχή διευρυμένης πολιτικής νομιμοποίησης.

Μόνο με ένα ανασχεδιασμένο, αξιόπιστο και συνεπές μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα προσαρμογής, με προσδοκώμενη διάρκεια και ευρύτερη στόχευση από αυτή του τρέχοντος προγράμματος μπορεί η Ελλάδα να εξασφαλίσει την ανάκαμψη των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η ανάκαμψη των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορέσει η ελληνική οικονομία να ανακάμψει σε μόνιμη βάση από την υπερ-επταετή ύφεση στην οποία έχει καταδικαστεί. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν, ακόμη και στην περίπτωση που ξεπεραστούν οι εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις, θα μπορέσουν να ξεπεράσουν και οι εταίροι και δανειστές μας τα δικά τους ιδεολογικά και πολιτικά στερεότυπα και περιορισμούς.

Σύνδεσμος στο πλήρες άρθρο στην εφημερίδα Τα Νέα, 5 Νοεμβρίου 2016

 

 

 

Advertisement