Παρουσίαση Γιώργου Αλογοσκούφη στο Σεμινάριο Jean Monnet,
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 15, Μαϊου 2019
Η παρουσίαση αυτή αναφέρθηκε στις προοπτικές για τη ζώνη του ευρώ (EZ), εστιάζοντας στις μακροοικονομικές και χρηματοοικονομικές ασυμμετρίες μεταξύ των κρατών μελών της και την ανάγκη σημαντικών και θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων.
Αρχικά παρουσιάστηκε μία επισκόπηση της εξέλιξης της μακροοικονομικής και νομισματικής συνεργασίας της ΕΕ και των εξελίξεων από τη δημιουργία του ευρώ πριν και μετά την κρίση.
Η δημιουργία της ζώνης του ευρώ (EΖ) αποτέλεσε ένα σημαντικό ασυμμετρικό σοκ για τις οικονομίες της περιφέρειας, καθώς οδήγησε σε ταχεία και μεγάλη μείωση των πραγματικών τους επιτοκίων, επειδή εξέλειπε ο κίνδυνος υποτίμησης που τα διατηρούσε υψηλά.
Η μείωση των πραγματικών επιτοκίων οδήγησε σε αύξηση της συνολικής ζήτησης, της παραγωγής και της απασχόλησης, καθώς οι επενδύσεις αυξήθηκαν και οι αποταμιεύσεις μειώθηκαν. Η αύξηση όμως των επενδύσεων και η μείωση των αποταμιεύσεων οδήγησε και στη διεύρυνση των εξωτερικών ανισορροπιών, με την αύξηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών για τις χώρες τις περιφέρειας.
Οι οικονομίες της περιφέρειας παγιδεύτηκαν σε αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως παγίδα του Mundell. Λειτουργώντας με τέλεια κινητικότητα κεφαλαίων και σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, το μόνο διαθέσιμο μέσο βραχυχρόνιας σταθεροποίησης των οικονομιών τους ήταν η δημοσιονομική πολιτική. Ωστόσο, σε συνθήκες ενιαίου νομίσματος, η δημοσιονομική πολιτική συνεπάγεται σύγκρουση μεταξύ των στόχων της εσωτερικής και εξωτερικής ισορροπίας.
Η αντιμετώπιση των εξωτερικών ανισορροπιών απαιτούσε μία περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα μείωνε την ανάπτυξη και θα αύξανε την ανεργία, και θα οδηγούσε ενδεχομένως σε ύφεση. Χωρίς περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, οι χώρες τις περιφέρειας θα εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν υψηλή οικονομική μεγέθυνση, αλλά οι εξωτερικές ανισορροπίες θα εξακολουθούσαν να υφίστανται.
Οι περισσότερες χώρες της περιφέρειας επέλεξαν, σε διαφορετικούς βαθμούς, να αγνοήσουν τη διεύρυνση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Εξ αυτού του λόγου, οι οικονομίες τους αναπτύχθηκαν σημαντικά κατά τα πρώτα χρόνια της συμμετοχής τους στη ζώνη του ευρώ.
Η κρίση προήλθε από την επιδείνωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, τη διεθνή ύφεση της περιόδου 2008-2009 και την «ξαφνική στάση» του διεθνούς δανεισμού προς την περιφέρεια, λόγω ακριβώς του εξωτερικού χρέους που είχε συσσωρευθεί.
Η υπερβολική δημοσιονομική συρρίκνωση που χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση της κρίσης του 2010 είχε μεν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αντιμετώπιση των εξωτερικών ανισορροπιών, αλλά με ένα υπερβολικό κόστος όσον αφορά την απώλεια εισοδήματος και την ανεργία.
Από την ανάλυση προκύπτει ότι η ζώνη του ευρώ λειτούργησε και λειτουργεί ασύμμετρα για τις χώρες του πυρήνα και τις χώρες τις περιφέρειας. Κατά συνέπεια η ευρωζώνη έχει ανάγκη από θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις στον τομέα των δημοσίων οικονομικών, των κεφαλαιαγορών και των αγορών εργασίας.
Εκτός από τις μεταρρυθμίσεις που συζητούνται επί του παρόντος, κυρίως την τραπεζική ένωση, απαιτούνται δύο θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις.
Πρώτον, ένας κοινός προϋπολογισμός της ευρωζώνης, έστω και μετρίου μεγέθους. Ένας κοινός προϋπολογισμός θα βοηθούσε στην εξομάλυνση της ασύμμετρης επίπτωσης των μακροοικονομικών διαταραχών μέσω της λειτουργίας αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών. Θα συνέβαλε ώστε οι χώρες που βρίσκονται σε ύφεση να αντιμετωπίζουν μικρότερες εθνικές δημοσιονομικές και χρηματοοικονομικές συνέπειες από την ύφεση. Αν ο κοινός προϋπολογισμός ήταν εστιασμένος στη χρηματοδότηση προγραμμάτων αντιμετώπισης της ανεργίας σε επίπεδο ευρωζώνης, με βάση κοινούς κανόνες, θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπίσει εν μέρει και τον κατακερματισμό των αγορών εργασίας, που συνιστά σημαντικό εμπόδιο στη διασυνοριακή κινητικότητα των εργαζομένων.
Θα βοηθούσε επίσης στην αποφυγή μελλοντικών κρίσεων εάν επεκτεινόταν και αναγνωριζόταν ρητά ο ρόλος της ΕΚΤ ως δανειστή ύστατης προσφυγής σε περιόδους κρίσης. Εάν οι αγορές γνωρίζουν ότι σε περίπτωση μια κρίσης η ΕΚΤ είναι έτοιμη να δανείσει, υπό όρους και προϋποθέσεις, τις χώρες ή τις τράπεζες οι οποίες επηρεάζονται, τότε και οι πιθανότητες μιας κρίσης μετριάζονται, αλλά και η έκταση μιας πιθανής χρηματοπιστωτικής κρίσης περιορίζεται σημαντικά.
Σύνδεσμος στις Διαφάνειες της Παρουσίασης