Γιώργος Αλογοσκούφης

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Τα Νέα (Σαββατοκύριακο), στις 25 Ιουνίου 2022.

Εδώ και αρκετούς μήνες το διεθνές οικονομικό τοπίο έχει σκοτεινιάσει επικίνδυνα. Από τη μία η επιτάχυνση του πληθωρισμού διεθνώς και από την άλλη η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν συντελέσει σε εξελίξεις που πιθανώς να οδηγήσουν σε διεθνή ύφεση σε συνδυασμό με υψηλό πληθωρισμό, μία επισιτιστική κρίση και ενδεχόμενες νέες κρίσεις εξωτερικού χρέους.

Η επιτάχυνση του διεθνούς πληθωρισμού προηγήθηκε της ουκρανικής κρίσης, αλλά ενισχύεται σημαντικά από αυτήν. Αρχικά φαίνεται να προκλήθηκε από την υπερβολικά επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες χώρες, σε αντίδραση στην ύφεση που προκλήθηκε το 2020 από την κρίση του κορωνοϊού. Οι κεντρικές τράπεζες του αναπτυγμένου κόσμου, και ιδιαίτερα των ΗΠΑ, αρχικά θεώρησαν την άνοδο του πληθωρισμού προσωρινή και καθυστέρησαν να αντιδράσουν μέσω περιορισμού των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης και ανόδου των επιτοκίων. Η άνοδος των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων που ήδη έχει ξεκινήσει προεξοφλείται ότι θα είναι τελικά μεγαλύτερη από ότι αν είχε επιδιωχθεί πιο έγκαιρα, με αρνητικές συνέπειες για την οικονομική δραστηριότητα, την απασχόληση και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των πάσης φύσεως δανειοληπτών και ιδιαίτερα των οικονομιών με υψηλό εξωτερικό χρέος.

Η συνεχιζόμενη ουκρανική κρίση έχει οδηγήσει σε επιπλέον αύξηση του κόστους της ενέργειας και των τροφίμων, αλλά και σε σημαντικές νέες διαταραχές στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Το σύστημα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα σε όλη την περίοδο μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η ίδια η χρηματοπιστωτική κρίση, η άνοδος του προστατευτισμού μετά την κατάρρευση του γύρου της Ντόχα και η προϊούσα επιδείνωση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας τα τελευταία χρόνια είχαν παίξει σημαντικό ρόλο. Το δικαιολογημένο διεθνές εμπάργκο στην οικονομία της Ρωσίας μετά την εισβολή της στην Ουκρανία αποτελεί έναν επιπλέον αρνητικό παράγοντα.

Η Ευρώπη πλήττεται οικονομικά πολύ περισσότερο από τις ΗΠΑ στην παρούσα φάση. Η δημοσιονομική της αντίδραση στην κρίση του κορωνοϊού μετά το 2020 ήταν πολύ πιο μετρημένη σε σχέση με τις ΗΠΑ και, κατά συνέπεια, ηοικονομική της ανάκαμψη ήταν βραδύτερη. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την άνοδο του εισαγόμενου πληθωρισμού. Επιπλέον, η ενεργειακή της εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και το εισαγόμενο πετρέλαιο την καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτη στις εξελίξεις μετά την ουκρανική κρίση, ιδιαίτερα σε σχέση με τις ΗΠΑ οι οποίες έχουν καταστεί ενεργειακά αυτάρκεις. Κατά συνέπεια, ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού είναι υψηλός, ιδιαίτερα καθώς και η Ευρωπαϊκή Κέντρικη Τράπεζα σηματοδότησε πρόσφατα έναν κύκλο αυξήσεων των επιτοκίων. Επιπλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχουν μία σειρά από οικονομίες με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, ευάλωτες στην άνοδο των επιτοκίων και των spreads.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, και σε αντίθεση με το 2010, το εξωτερικό χρέος είναι ρυθμισμένο, μακροπρόθεσμο και με χαμηλά επιτόκια. Κατά συνέπεια οι άμεσοι κίνδυνοι για την εξυπηρέτησή του από άνοδο των επιτοκίων είναι σχετικά περιορισμένοι, καθώς δεν αφορούν παρά μόνο ένα σχετικά μικρό μέρος του χρέους. Δεν πρέπει ωστόσο να παραγνωρίζεται ότι το εξωτερικό χρέος είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με το ΑΕΠ από ό,τι το 2010 καθώς και ότι η άνοδος των επιτοκίων οδηγεί αναπόφευκτα σε μείωση των επενδύσεων, της συνολικής ζήτησης και της ανάπτυξης. Επιπλέον, τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι περιορισμένα, λόγω και των επιπτώσεων της κρίσης του κορωνοϊού της τελευταίας διετίας στις δημόσιες δαπάνες, τα έσοδα και τα ελλείμματα, ενώ η Ελλάδα αντιμετωπίζει και πρόσθετα προβλήματα λόγω της όξυνσης της τουρκικής προκλητικότητας.

Είναι σημαντικό, όπως συνέβη και το 2020, και σε αντίθεση με το τι συνέβη το 2010, η ευρωπαϊκή αντίδραση στις νέες αυτές δυσμενείς διεθνείς εξελίξεις να είναι συντονισμένη. Αυτό θα είναι θετικό τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Ελλάδα. Η πολιτική της αντιμετώπισής των διαφαινόμενων κινδύνων θα πρέπει να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί σε ευρωπαϊκό και όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να συμβάλλει στην εξομάλυνση των αποκλίσεων στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των διαφόρων χωρών της ευρωζώνης, ενώ το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα πρέπει να ενισχυθεί και να επεκταθεί. Συντονισμός απαιτείται επίσης και στα ζητήματα της ενέργειας. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να αντιμετωπιστούν με σχετική επιτυχία οι τρέχουσες δυσμενείς διεθνείς οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.

Σύνδεσμος στο άρθρο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ