Ο Ben Bernanke, πρώην πρόεδρος της Federal Reserve, μοιράζεται το βραβείο με τον Douglas Diamond και τον Philip Dybvig.
Από το περιοδικό The Economist, 10 Οκτωβρίου 2022.
______________________________________________
Όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση πριν από 15 χρόνια, οι οικονομολόγοι αναγκάστηκαν να απαντήσουν στην κριτική ότι, για δεκαετίες, αγνοούσαν το τραπεζικό σύστημα. Με τις επιλογές της για το φετινό βραβείο Νόμπελ, η Βασιλική Ακαδημία Επιστημών της Σουηδίας τίμησε τρεις οικονομολόγους που στην πραγματικότητα είχαν περάσει τις προηγούμενες δεκαετίες εξετάζοντας την αστάθεια του τραπεζικού συστήματος. Η έρευνα του Ben Bernanke, προέδρου της Federal Reserve κατά τη διάρκεια της κρίσης (και ακαδημαϊκού πριν από αυτήν), του Douglas Diamond του Πανεπιστημίου του Σικάγο και του Philip Dybvig του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις δικαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την χρηματοπιστωτική κρίση το 2008.
Η κεντρική ιδέα των τριών βραβευθέντων ήταν ότι οι τράπεζες δεν ήταν οι ουδέτεροι μεσάζοντες μεταξύ των αποταμιευτών και των δανειοληπτών που είχαν υποθέσει άλλα οικονομικά υποδείγματα. Αντίθετα, προσφέρουν ζωτικές υπηρεσίες στην ευρύτερη οικονομία: συλλογή πληροφοριών για τους δανειολήπτες, παροχή ρευστοποιήσιμων μέσων αποταμίευσης και απόφασεις σε ποιον θα χορηγηθούν πιστώσεις. Από αυτή τη διορατικότητα προκύπτει ένα σημαντικό συμπέρασμα: επειδή οι τράπεζες είναι κρίσιμες για την οικονομία, είναι και επικίνδυνες.
Ο κ. Bernanke είναι πιο διάσημος για την εποχή του ως κεντρικός τραπεζίτης. Αλλά ήταν η δουλειά του στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ που ανέφερε η επιτροπή. Ανέφεραν ένα άρθρο για την οικονομική ιστορία που δημοσιεύτηκε το 1983 και εξέταζε τα αίτια της Μεγάλης Καθίζησης της δεκαετίας του 1930. Σε αντίθεση με προηγούμενες ιστορικές αναφορές, το έργο του κ. Bernanke τόνιζε τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος, υποστηρίζοντας ότι ένας αυτοσυντηρούμενος κύκλος τραπεζικού πανικού προκάλεσε τη βουτιά της οικονομικής δραστηριότητας στη δεκαετία του 1930, αντί να ήταν απλώς συνέπεια αυτής.
Με αυτή την λογική, ο κ. Bernanke εστίασε στον ρόλο που διαδραματίζουν οι τράπεζες στην παροχή πιστώσεων. Οι εγγενείς αβεβαιότητες του δανεισμού σημαίνουν ότι τέτοιες αποφάσεις απαιτούν ‘υπηρεσίες συλλογής πληροφοριών’. Όταν οι τράπεζες κατέρρευσαν τη δεκαετία του 1930, οι νεοεισερχόμενοι δεν μπορούσαν εύκολα να τις αντικαταστήσουν. Σε αντίθεση με ένα παντοπωλείο, μια νέα τράπεζα δεν μπορεί απλώς να μετακομίσει στις εγκαταστάσεις του προκατόχου της και να δημιουργήσει κατάστημα. Η γνώση σχετικά με τους δανειολήπτες κερδίζεται δύσκολα. Αυτό σήμαινε ότι οι αγρότες, οι μικρές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά δυσκολεύονταν να εξασφαλίσουν πιστώσεις κατά τη διάρκεια της Καθίζησης, κάτι που ενίσχυσε τον υφεσιακό κύκλο.
Μια παρόμοια εικόνα βρίσκεται στην καρδιά του υποδείγματος των Diamond-Dybvig για τους τραπεζικούς πανικούς, που αναπτύχθηκε το 1983 από τους δύο συναδέλφους του κ. Bernanke. Χωρίς τράπεζες, τόνισαν οι συγγραφείς, οι απλοί αποταμιευτές θα αναγκάζονταν να επενδύσουν απευθείας σε επενδυτικά έργα με μακροπρόθεσμες αποπληρωμές. Αυτά τα έργα θα έπρεπε στη συνέχεια να ακυρώνονται κάθε φορά που οι αποταμιευτές αντιμετώπιζαν ένα απρόβλεπτο κόστος που σήμαινε ότι έπρεπε να βουτήξουν στις αποταμιεύσεις τους.
Οι τράπεζες επιτρέπουν στους αποταμιευτές να συγκεντρώσουν τα χρήματά τους και αυτές οι συγκεντρωμένες αποταμιεύσεις να χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων επενδύσεων. Είναι πολύ σημαντικό ότι οι αποταμιευτές μπορούν να αποσύρουν τα μετρητά τους χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο αυτές τις επενδύσεις (αυτό είναι γνωστό ως ρευστότητα). Σε αντάλλαγμα για την υπηρεσία αυτή, οι τράπεζες λαμβάνουν ένα κομμάτι των επενδυτικών αποδόσεων. Η διαδικασία ονομάζεται «μετασχηματισμός λήξεων» καθώς περιλαμβάνει τη μετατροπή ενός περιουσιακού στοιχείου με σύντομη λήξη -μια τραπεζική κατάθεση που μπορεί να εξαργυρωθεί αμέσως- σε ένα περιουσιακό στοιχείο με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, όπως ένα επιχειρηματικό δάνειο με αποπληρωμή για πολλά χρόνια.
Η παροχή αυτής της υπηρεσίας καθιστά τις τράπεζες ευάλωτες. Εάν πολλοί αποταμιευτές προσπαθήσουν να αποσύρουν χρήματα ταυτόχρονα, ίσως λόγω μιας φήμης ότι μια τράπεζα δεν θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει τους πιστωτές της, η τράπεζα θα αναγκαστεί να τερματίσει τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις της και να πουλήσει τα περιουσιακά της στοιχεία σε μεγάλες εκπτώσεις. Τέτοιες απώλειες θα μπορούσαν να προκαλέσουν την κατάρρευση της τράπεζας, όπως συνέβη το 2008 όταν μια ύφεση στην αμερικανική αγορά κατοικίας εξελίχθηκε σε τραπεζική κρίση σε όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ωστόσο, υπάρχει μια διαφυγή από αυτό το πρόβλημα, την οποία οι κύριοι Diamond και Dybvig απέδειξαν χρησιμοποιώντας τη θεωρία παιγνίων. Είναι λογικό για τους καταθέτες να τρέχουν να αποσύρουν τα χρήματά τους από μια τράπεζα εφόσον πιστεύουν ότι θα το κάνουν οι άλλοι. Αλλά μια τέτοια επιλογή γίνεται άκαρπη αν πιστεύουν ότι οι άλλοι θα διατηρήσουν τις καταθέσεις τους στην τράπεζα. Ένα σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων, όπως αυτό που θεσπίστηκε από την αμερικανική κυβέρνηση το 1933 ή από μια κεντρική τράπεζα που ενεργεί ως ‘δανειστής ύστατης προσφυγής’, μπορεί να αποτρέψει εξαρχής τον πανικό.
Αυτή η επίγνωση δεν ήταν εντελώς νέα. Ο Walter Bagehot, πρώην εκδότης του περιοδικού The Economist, πρότεινε το 1873 ότι οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να αποφύγουν τον οικονομικό πανικό ενεργώντας ως ‘δανειστές ύστατης προσφυγής’. Ομοίως, το «It’s A Wonderful Life», μια ταινία που κυκλοφόρησε το 1946 και αναφέρεται στις αναφορές της απονομής του Νόμπελ, κατέδειξε τόσο τους μηχανισμούς ενός τραπεζικού πανικού, όσο και τη σημασία της εμπιστοσύνης. Ο ήρωας καταπραΰνει τους πανικόβλητους καταθέτες με ηρεμιστική ρητορική και μια ένεση κεφαλαίου από τις οικονομίες του για το μήνα του μέλιτος.
Ο ‘θεμελιώδης αντίκτυπος’ του έργου των βραβευθέντων, σύμφωνα με τα λόγια της επιτροπής, ήταν να προσφέρει μαθηματικά συνεπή υποδείγματα αυτής της υπάρχουσας άτυπης γνώσης. Η βασική τους συμβολή, ίσως, δεν ήταν να ανακαλύψουν κάτι νέο για τον κόσμο, αλλά να επικοινωνήσουν κάτι που είχε ξεχαστεί πολύ εύκολα από το υπόλοιπους οικονομολόγους.