Γιώργος Αλογοσκούφης

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Τα Νέα (Σαββατοκύριακο), στις 29 Οκτωβρίου 2022

Το υψηλό δημόσιο χρέος αποτελεί μεγάλο βάρος για την ελληνική οικονομία ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Δυστυχώς δεν αντιμετωπίστηκε ούτε κατά την δεκαετία του 1990, περίοδο της προετοιμασίας για την ένταξη στην ΟΝΕ, ούτε και μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Στην περίοδο της σύγκλισης και της ευφορίας μετά την ένταξη απλώς σταθεροποιήθηκε στο 100% του ΑΕΠ, στην περίοδο των προγραμμάτων προσαρμογής μετά την κρίση του 2010 σχεδόν διπλασιάστηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ ανέβηκε ακόμη παραπάνω μετά την κρίση της πανδημίας του 2020.

Στο γράφημα που ακολουθεί παρίσταται η εξέλιξη του δημοσίου χρέους και του ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα μετά το 1970. Το δημόσιο χρέος ανεβαίνει σε περιόδους ύφεσης και οικονομικής στασιμότητας και σταθεροποιείται σε περιόδους ανάκαμψης και υψηλής οικονομικής μεγέθυνσης. Κανένα πρόγραμμα προσαρμογής μετά το 1990 δεν κατόρθωσε να το περιορίσει, ενώ η μεγάλη οικονομική καθίζηση που προκάλεσαν τα προγράμματα προσαρμογής μετά το 2010 οδήγησε στην εκρηκτική άνοδό του. Βλ. Αλογοσκούφης Γ. (2021), Πριν και Μετά το Ευρώ, Αθήνα, Gutenberg.

Δημόσιο Χρέος και Ανεργία στην Ελλάδα

Η αύξηση του δημόσιου δανεισμού για τη στήριξη της οικονομίας ήταν ασφαλώς το 2020 η βραχυχρόνια ενδεδειγμένη λύση. Ωστόσο, η αύξηση του δανεισμού δεν αποτελεί παρά μετάθεση του προβλήματος για το μέλλον. Αργά ή γρήγορα έρχεται η στιγμή που πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της σταθεροποίησης και μείωσης του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ.

Υπάρχουν τρεις εναλλακτικές μέθοδοι αντιμετώπισης του υψηλού δημόσιου χρέους. Πρώτος, είναι η σημαντική αύξηση της φορολογίας και μείωση των πρωτογενών δαπανών του δημοσίου (λιτότητα). Δεύτερος, είναι η αναδιάρθρωση ή και μερική διαγραφή του χρέους. Τρίτος, είναι η ‘ήπια προσαρμογή’. Η συνεχής σταδιακή συρρίκνωση του δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ μέσω της οικονομικής ανάπτυξης και του πληθωρισμού.

Η Ελλάδα βίωσε τη λιτότητα κυρίως στην περίοδο μεταξύ 2010 και 2018. Παρά το τεράστιο κόστος που πλήρωσαν εργαζόμενοι, συνταξιούχοι και άνεργοι, τα αποτελέσματα αναφορικά με το δημόσιο χρέος υπήρξαν απογοητευτικά. Από το 103% του ΑΕΠ το 2007, πριν από την αρχή της διεθνούς ύφεσης, και το 127% του ΑΕΠ το 2009, το 2018, με το πέρας των προγραμμάτων προσαρμογής και λιτότητας, είχε σκαρφαλώσει στο 186% του ΑΕΠ.

Η Ελλάδα βίωσε και τη δεύτερη λύση, την αναδιάρθρωση και μερική διαγραφή του χρέους της το 2012. Παρά τα προβλήματα, τα αποτελέσματά της υπήρξαν κάπως καλύτερα. Πλήρωσαν κατά βάση οι κάτοχοι ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και οι μέτοχοι των τραπεζών, κατά τεκμήριο πλουσιότεροι από τους χαμηλόμισθους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους ανέργους. Επιπλέον, υπήρξε μία έστω και προσωρινή ανακοπή στην ανοδική πορεία του χρέους και μειώθηκε το κόστος εξυπηρέτησής του μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της μετατροπής του σε μακροχρόνιο χρέος.

Οι ρυθμίσεις του 2012 είναι αυτές που επιτρέπουν σήμερα στην Ελλάδα να μην αντιμετωπίζει το πρόβλημα του χρέους ως πρόβλημα άμεσης προτεραιότητας, παρά το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος ανέβηκε και κατά την περίοδο της πανδημίας. Ωστόσο, σε μερικά χρόνια οι ρυθμίσεις αυτές θα λήξουν και η χώρα θα πρέπει να έχει μειώσει το τεράστιο σημερινό χρέος της.

Αυτό μπορεί να συμβεί με την τρίτη λύση, αυτή της ‘ήπιας προσαρμογής’. Η λύση αυτή απαιτεί τη διατήρηση σχετικά υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για αρκετά χρόνια και την επιτάχυνση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων εξαρτάται από την διαφορά των επιτοκίων από το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι μετά την πανδημία το δημόσιο χρέος έχει φθάσει στο 200% του ΑΕΠ περίπου, τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να είναι υπερδιπλάσια (ως ποσοστό του ΑΕΠ) από τη διαφορά επιτοκίων και ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας.

Αν θέλουμε να επιτύχουμε σχετικά ταχεία μείωση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, σε μία περίοδο μάλιστα που τα διεθνή επιτόκια αυξάνονται, θα πρέπει επίσης να προωθήσουμε τις διαρθρωτικές εκείνες μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε ταχεία ανάκαμψη. Η δημιουργία και διατήρηση επαρκών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι τα δύο κρίσιμα κλειδιά για την αντιμετώπιση του προβλήματος του δημοσίου χρέους στα επόμενα χρόνια.

Σύνδεσμος στο άρθρο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ