Ομιλία του Γιώργου Αλογοσκούφη κατά την παρουσίαση της Ετήσιας Έκθεσης για την Παραγωγικότητα στην Ελλάδα, από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), στις 13 Δεκεμβρίου 2023.
____________________________________________________________________
Θα ήθελα καταρχήν να ευχαριστήσω τη διοίκηση του ΚΕΠΕ και ιδιαίτερα τον Πρόεδρο Παναγιώτη Λιαργκόβα για την πρόσκληση να συμμετάσχω στην σημερινή εκδήλωση και να σχολιάσω τα ευρήματα της σημαντικής αυτής ετήσιας έκθεσης για την παραγωγικότητα στην Ελλάδα, μαζί με τους συντάκτες της έκθεσης, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Τσέκερη, και τους εκλεκτούς συναδέλφους Φίλιππο Σαχινίδη και Λόη Λαμπριανίδη.
Οι επισημάνσεις της σημαντικής αυτής έκθεσης με βρίσκουν σύμφωνο σε μεγάλο βαθμό, καθώς η ενίσχυση της παραγωγικότητας και του ρυθμού αύξησής της αποτελεί το κλειδί για την ανάκαμψη του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από μείωση του πληθυσμού της χώρας.
Η ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από τη βαθιά ύφεση του 2020 που προκάλεσε η πανδημία ήταν μια θετική εξέλιξη. Ωστόσο, για τα επόμενα χρόνια όλοι οι διεθνείς οργανισμοί αναμένουν σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ, του Οκτωβρίου 2023, για την πενταετία 2024-2028, ο προβλεπόμενος μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι μόνο 1,4%. Ακόμη και το 2028, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας προβλέπεται ότι θα είναι μόλις 211,2 δισ. ευρώ του 2015, έναντι 239,7 δισ. κατά το 2007, πριν από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους του 2010. Είκοσι χρόνια μετά τις δίδυμες κρίσεις , το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας προβλέπεται να παραμένει 12% κάτω από το προ κρίσης επίπεδο και το ίδιο συμβαίνει και για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ που το 2028 προβλέπεται να είναι χαμηλότερο από το ανώτατο επίπεδο του το 2007 κατά 6,5%.
Επιπλέον, η σημαντική διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η περαιτέρω διεύρυνσή του από τη στιγμή που η ελληνική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει από τη βαθιά ύφεση του 2020 είναι η πιο σαφής ένδειξη των διαρθρωτικών αδυναμιών που συνεχίζουν να μαστίζουν την ελληνική οικονομία. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να διαμορφωθεί στο 6,9% του ΑΕΠ το 2023, από 9,6% του ΑΕΠ το 2022. Στη συνέχεια προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται, αλλά προβλέπεται να παραμείνει πάνω από το 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2028 Πρόκειται για μια πολύ ανησυχητική εξέλιξη, καθώς η κυριότερη αιτία της κρίσης δανεισμού του 2010 και της μεγάλης καθίζησης που ακολούθησε ήταν η ταχεία συσσώρευση εξωτερικού χρέους μέσω των επίμονων ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Για την Ελλάδα, μετά την αναδιάρθρωση του χρέους της το 2012, οι άμεσοι κίνδυνοι από ενδεχόμενη νέα διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση είναι περιορισμένοι. Μέχρι το 2032, το εξωτερικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα φέρει σχετικά χαμηλά επιτόκια, λόγω της αναδιάρθρωσης του 2012. Για το λόγο αυτό άλλωστε πραγματοποιήθηκε και η μετάβαση στην επενδυτική βαθμίδα για τα ελληνικά ομόλογα. Ωστόσο, λίγες από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας έχουν αντιμετωπιστεί και η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική.
Μεσοπρόθεσμα, το πρόβλημα της ενίσχυσης της οικονομικής ανάκαμψης μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς και το πρόβλημα της ταχείας αποκλιμάκωσης του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, αποτελούν τις δύο μεγαλύτερες προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής.
Η κύρια εστίαση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης πρέπει να είναι στην ταχύτερη μείωση της ανεργίας, στην αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδίως νέων και γυναικών, στην αντιστροφή της μετανάστευσης ειδικευμένων νέων Ελλήνων και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της έρευνας και ανάπτυξης. Παράλληλα, πρέπει να επιχειρηθεί η σταδιακή ανατροπή των δυσμενών δημογραφικών τάσεων.
Πιο σημαντικές είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και θα οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της τεχνικής προόδου. Το ποσοστό επενδύσεων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2010, βρίσκεται σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα. Το ίδιο ισχύει και για τον ρυθμό αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας και της τεχνικής προόδου. Η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως την έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη, η οποία προτείνει αρκετές μεταρρυθμίσεις οι οποίες, πραγματοποιηθούν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νέα περίοδο υψηλής ανάπτυξης. Αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις έχουν προταθεί και στο βιβλίο μου Πριν και Μετά το Ευρώ (Εκδόσεις Gutenberg, 2021) αλλά και από την έκθεση του ΚΕΠΕ που παρουσιάζουμε σήμερα.
Θεωρώ ότι οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις είναι ευρύτατες και αφορούν σε έξι τουλάχιστον περιοχές:
- Την μη ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών αγαθών και υπηρεσιών
- Την δυσλειτουργική αγορά εργασίας
- Το μη ανταγωνιστικό χρηματοπιστωτικό σύστημα
- Τον αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα και τη γραφειοκρατία
- Το φορολογικό και προνοιακό σύστημα
- Το εκπαιδευτικό σύστημα
Παρά τις κάποιες προσπάθειες από προηγούμενες κυβερνήσεις, τα μεγαλύτερα προβλήματα στους τομείς αυτούς δεν έχουν αντιμετωπιστεί.
Γιατί όμως η σημερινή κυβέρνηση να προωθήσει τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις που κατά κανόνα απέφευγαν οι προκάτοχοί της κατά τα τελευταία 35 χρόνια;
Ακριβώς λόγω της πολιτικής ηγεμονίας που έχει εξασφαλίσει! Οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται συνεπάγονται βραχυχρόνιο κόστος, λόγω του ότι η εφαρμογή τους συνεπάγεται απώλειες για κάποιες κοινωνικές ομάδες. Ακόμη και αν αυτοί που θίγονται αποτελούν μειοψηφίες, οι απώλειες αυτές προκαλούν πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση που τις επιχειρεί. Από την άλλη, τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων κατά κανόνα δεν εμφανίζονται άμεσα αλλά με την πάροδο του χρόνου. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης απέφευγαν κατά κανόνα τις δύσκολες αυτές αλλά επωφελείς μεταρρυθμίσεις, των οποίων το μεν κόστος θα επωμίζονταν οι ίδιες κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ενώ το όφελος κατά πάσα πιθανότητα θα εμφανιζόταν κατά την θητεία των διαδόχων τους. Έτσι, λόγω και της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να προωθήσει πολιτικές συναινέσεις, οι εκάστοτε κυβέρνηση επέλεγε το δρόμο της ήσσονος μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, με εξαιρετικά δυσάρεστα αποτελέσματα για την οικονομία και την χώρα.
Η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει αυτούς του περιορισμούς. Λόγω της πολιτικής της κυριαρχίας μετά τις εκλογές του 2023 έχει έναν ιδιαίτερα μακρύ πολιτικό ορίζοντα, καθώς δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική λύση.
Για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση, μια κυβέρνηση εισέρχεται στη δεύτερη θητεία της ενισχυμένη τόσο εκλογικά όσο και πολιτικά. Επιπλέον αντιμετωπίζει μια αξιωματική αντιπολίτευση με βαθειά κρίση νομιμοποίησης η οποία δεν αποτελεί πλέον αξιόπιστη εναλλακτική λύση για τα επόμενα χρόνια.
Μπορεί συνεπώς να προωθήσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις με τη βεβαιότητα σχεδόν ότι το βραχυχρόνιο πολιτικό τους κόστος δεν επαρκεί για την ανατροπή της.
Το εκλογικό αποτέλεσμα προσφέρει μια ιστορική ευκαιρία για την κυβέρνηση και τη χώρα. Παρότι η φύση απεχθάνεται το κενό και αργά ή γρήγορα θα αναδειχθεί μια εναλλακτική αντιπολίτευση, μια κυβέρνηση με ‘λυμένα τα χέρια’, όπως η σημερινή, δεν έχει λόγο να καθυστερήσει να προχωρήσει με τόλμη και αποφασιστικότητα στην προώθηση των δύσκολων αλλά επωφελών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η οικονομία και η χώρα.
Σύνδεσμος στην ανακοίνωση για την εκδήλωση στον Ιστότοπο του ΚΕΠΕ
