Γιώργος Αλογοσκούφης
Μία ελαφρά συντομευμένη μορφή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Το Βήμα, στις 12 Μαΐου 2024.
_______________________
Αμέσως μετά την αρχική ανάκαμψη της παγκόσμιας και της ελληνικής οικονομίας από τη μεγάλη ύφεση που προκάλεσε η πανδημία κατά το 2020, επανεμφανίστηκε το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού. Με βάση το δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα ανέβηκε από το 1,2% το 2021 στο 9,6% κατά το 2022. Σημειωτέον ότι το 2020 ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός, δηλαδή οι τιμές έπεφταν, -1,2%. Παρότι ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται έκτοτε, στο 4,3% κατά το 2023 και, σύμφωνα με τις προβλέψεις, στο 2,8% κατά το 2024, το πρόβλημα παραμένει, διότι οι τιμές εξακολουθούν και αυξάνονται σχετικά γρήγορα, αν και με μικρότερο ρυθμό (βλ Γράφημα 1).
Η αναζωπύρωση του πληθωρισμού υπήρξε χωρίς αμφιβολία ένα διεθνές φαινόμενο. Προκλήθηκε από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από τις κυριότερες κεντρικές τράπεζες κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τη δυσλειτουργία κατά τη διάρκεια της πανδημίας των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων μέσω των οποίων παράγονται τα κυριότερα βιομηχανικά αγαθά, αλλά και την άνοδο των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα διεθνή εμπάργκο και την αστάθεια στη Μέση Ανατολή.
Δεν παύει όμως η αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα να είναι μεγαλύτερη από αντίστοιχες αυξήσεις στις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ. Στην ευρωζώνη ο πληθωρισμός κατά το 2022, διαμορφώθηκε στο 7,4%, δύο σχεδόν εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από ό,τι στην Ελλάδα. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα, λόγω των μεγάλων ολιγοπωλιακών στρεβλώσεων στη λειτουργία των αγορών, οι επιχειρήσεις βρήκαν την ευκαιρία, με το πρόσχημα της αύξησης του διεθνούς πληθωρισμού, να αυξήσουν και τα περιθώρια κέρδους τους, αυξάνοντας τις τιμές τους περισσότερο από ότι θα δικαιολογούσαν οι διεθνείς αυξήσεις.
Ένα επιπλέον πρόβλημα αφορά και στις ολιγοπωλιακές πρακτικές των εμπορικών τραπεζών. Ενώ μετά την αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την αντιμετώπιση της αύξησης του πληθωρισμού τα επιτόκια χορηγήσεων ανέβηκαν, τα επιτόκια καταθέσεων παρέμειναν καθηλωμένα σχεδόν στο μηδέν. Οι εμπορικές τράπεζες βρήκαν έτσι την ευκαιρία να αυξήσουν τα κέρδη τους εις βάρος κυρίως των καταθετών.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα αφορά στην εξέλιξη των μέσων αποδοχών των μισθωτών σε σχέση με τον πληθωρισμό. Οι μέσες αποδοχές των μισθωτών στην Ελλάδα κατά το 2022 αυξήθηκαν μόλις κατά 2,8%. Αν αφαιρεθεί ο πληθωρισμός, οι πραγματικές αποδοχές μειώθηκαν κατά 6,8%. Παρά το ότι κατά το 2023 και το 2024 οι αυξήσεις των μέσων ονομαστικών αποδοχών ήταν 4,9% και 4,1% αντίστοιχα, δηλαδή μεγαλύτερες από τον πληθωρισμό, οι αυξήσεις αυτές δεν επαρκούν για την κάλυψη της μεγάλης μείωσης των πραγματικών αποδοχών κατά το 2022. Συνολικά στην τριετία 2022-2024, οι μέσες πραγματικές αποδοχές θα έχουν υποστεί μείωση κατά περίπου 4,5%. Οι δε μειώσεις των πραγματικών αποδοχών έρχονται σε συνέχεια των μεγάλων μειώσεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των μνημονίων (βλ Γράφημα 2).
Αυτή είναι η δεύτερη πλευρά του προβλήματος της ακρίβειας, το ότι δηλαδή οι αυξήσεις των αποδοχών των μισθωτών δεν επαρκούν για την κάλυψη των αυξήσεων των τιμών. Όμως, στην τριετία 2022-2024, η μέση παραγωγικότητα της εργασίας έχει αυξηθεί συνολικά κατά 5%. Δεν δικαιολογείται συνεπώς μείωση των μέσων πραγματικών αποδοχών κατά -4,5%. Φαίνεται λοιπόν να υπάρχουν περιθώρια για μισθολογικές αυξήσεις οι οποίες δεν θα οδηγήσουν σε ένα φαύλο κύκλο μισθών και τιμών.
Συμπερασματικά, το πρόβλημα της ακρίβειας είναι διττό: Από τη μία οι τιμές αυξάνονται περισσότερο στην Ελλάδα από ότι δικαιολογείται από τις διεθνείς αυξήσεις και από την άλλη οι αυξήσεις των αποδοχών των μισθωτών, και πολύ περισσότερο των συνταξιούχων, αλλά και των επιτοκίων των καταθετών, δεν επαρκούν για την κάλυψη του αυξημένου πληθωρισμού.
Για το λόγο αυτό και η αντιμετώπιση του προβλήματος θα πρέπει να έχει δύο σκέλη: Από τη μία αντιμετώπιση των ολιγοπωλιακών στρεβλώσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και χρήματος, και από την άλλη αντιμετώπιση των γενικότερων στρεβλώσεων της οικονομίας που δεν επιτρέπουν μεγαλύτερες αυξήσεις στις ονομαστικές αποδοχές. Οι τελευταίες αυτές στρεβλώσεις συνδέονται με τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας.
Αν συνδυαστούν κάποιες επιπλέον μισθολογικές αυξήσεις με ένταση της αντιμετώπισης των ολιγοπωλιακών στρεβλώσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, θα υπάρξει πολύ πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της ακρίβειας, τουλάχιστον για τους μισθωτούς. Η αντιμετώπιση της ακρίβειας για τους δημοσίους υπαλλήλους, τους ανέργους και τους συνταξιούχους απαιτεί αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, των επιδομάτων ανεργίας και των συντάξεων και έχει και δημοσιονομικές επιπτώσεις οι οποίες θα πρέπει να συνεκτιμηθούν.
Η κυβέρνηση έχει κάνει κάποια βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά φαίνεται ότι μέχρι σήμερα αυτά δεν αρκούν.


