Κείμενο σειράς διαλέξεων του Γιώργου Αλογοσκούφη εν όψει της συμπλήρωσης 50 χρόνων από τη μεταπολίτευση του 1974.

Το κείμενο αυτό βασίζεται στο υπό έκδοση βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση: Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα, Αθήνα, 2024, και έχει παρουσιαστεί στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Hellenic Observatory του London School of Economics and Political Science και στο Ίδρυμα Κωνσταντίνου Καραμανλή.

© Γιώργος Αλογοσκούφης

__________________________________________________________________________

Η Ελλάδα λειτουργεί σήμερα στο πλαίσιο των κανόνων της Ελληνικής Δημοκρατίας, του θεσμικού και πολιτειακού συστήματος που δημιουργήθηκε μετά τη μεταπολίτευση του 1974. 

Το πολίτευμα της είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, και καθορίζεται από το Σύνταγμα της 11ης Ιουνίου του 1975, με μικρές αλλαγές ύστερα από τις αναθεωρήσεις του 1986, 2001, 2008 και 2019.

Ο καταστατικός χάρτης της χώρας περιείχε εξαρχής ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και προστασίας του κράτους  δικαίου. Στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, το Σύνταγμα του 1975 είχε μεγάλες διαφορές με το προηγούμενο Σύνταγμα του 1952, καθώς αντανακλούσε τη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, και τις αντιλήψεις που ευνοούσαν την αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου και την επέκταση της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας.

Το Σύνταγμα αυτό, μολονότι ψηφίσθηκε αρχικά μόνο από την τότε κυβερνητική πλειοψηφία, συγκέντρωσε σταδιακά κατά την εφαρμογή του την ευρύτερη δυνατή αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.

Από την 1η Ιανουαρίου του 1981 η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από την 1η Ιανουαρίου του 2001 είναι μέλος της ζώνης του ευρώ. Η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεπάγεται κάποιους περιορισμούς των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, όπως άλλωστε συμβαίνει για όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Ελληνική Οικονομία Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974  

Πολιτικά η μεταπολίτευση του 1974 οδήγησε στην πιο ώριμη και ομαλή δημοκρατική περίοδο της χώρας από την περίοδο του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα. Οδήγησε επίσης και στη μεγάλη εθνική επιτυχία της ισότιμης ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και σε σημαντική κοινωνική πρόοδο. 

Ωστόσο οι επιδόσεις της οικονομίας υπήρξαν ιδιαίτερα απογοητευτικές, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με τις επιδόσεις της μετεμφυλιακής εικοσιπενταετίας 1949-1973 ή τις επιδόσεις άλλων μικρών ευρωπαϊκών οικονομιών στην περίοδο μετά το 1974. Οικονομικά, η περίοδος μετά τη μεταπολίτευση και, κυρίως, μετά την  ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, συνδέθηκε με μακρά διαστήματα αναπτυξιακής υστέρησης, δημοσιονομικής και νομισματικής αστάθειας, ατελέσφορων προσπαθειών διαρθρωτικής προσαρμογής και περιοδικών οικονομικών κρίσεων, με αποκορύφωμα την κρίση χρέους του 2010 και τη ‘μεγάλη καθίζηση’ της περιόδου 2010-2016.

Η ίδια η μεταπολίτευση συνέπεσε με την πρώτη μεταπολεμική ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Ενώ αρχικά η οικονομία ανέκαμψε σχετικά ικανοποιητικά από την ύφεση του 1974, μετά τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1970, την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την πολιτική ‘αλλαγή’ του 1981, ακολούθησε μια εικοσαετία στασιμοπληθωρισμού, αποσταθεροποίησης και ατελέσφορων προσπαθειών οικονομικής προσαρμογής. 

Οι ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980, όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς από την πολιτική της σύγκλισης της δεκαετίας του 1990, αλλά ορισμένες από αυτές, όπως η χαμηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παρουσίασαν σημαντική επιδείνωση, λόγω των αδυναμιών των προσπαθειών προσαρμογής. 

Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001, με μεγάλες διαρθρωτικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες και χαμηλή και επιδεινούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα, οδήγησε σε πρωτοφανή αποσταθεροποίηση του ισοζυγίου τρεχουσών εξωτερικών συναλλαγών, με τη μορφή μιας μεγάλης και επίμονης διεύρυνσης των ελλειμμάτων του και μιας εκρηκτικής ανόδου του εξωτερικού χρέους. 

Η νέα αυτή αποσταθεροποίηση, σε συνδυασμό και με τις θεσμικές αδυναμίες της ευρωζώνης, τελικά οδήγησε στη κρίση εξωτερικού δανεισμού του 2010 και στην επιβολή των επώδυνων προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της περιόδου 2010-2018. Η ανάκαμψη μετά το 2013 υπήρξε αναιμική, κάτι που αναμένεται να συνεχισθεί έως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.

Θα πάρουμε το νήμα από την αρχή, ξεκινώντας με την περίοδο της ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, μετά τον εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1946-1949, ο οποίος ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατοχή της περιόδου 1941-1944.

Για τρεις σχεδόν δεκαετίες, από το 1950 έως την ένταξη στην ΕΕ, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας ήταν μεταξύ των πιο εντυπωσιακών στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο. 

Υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, χαμηλός πληθωρισμός έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, χαμηλή ανεργία, απουσία κρίσεων του εξωτερικού ισοζυγίου. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα μεγάλο αναπτυξιακό επίτευγμα, ένα πραγματικό  ‘οικονομικό θαύμα’.

Μετά τη μεταπολίτευση, και κυρίως μετά το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ και την ένταξη στην Ε.Ε, τότε Ε.Ο.Κ, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας επιδεινώθηκαν. Οικονομική στασιμότητα ή χαμηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, υψηλός πληθωρισμός, άνοδος της ανεργίας και περιοδικές κρίσεις στο εξωτερικό ισοζύγιο. Μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, υπήρξε μία περίοδος οικονομικής ανάκαμψης, η οποία όμως συνδυάστηκε με πρωτοφανή επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου και αύξηση του δανεισμού από το εξωτερικό. Οι εξωτερικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες επιδεινώθηκαν μετά το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008 και τη μεγάλη διεθνή ύφεση που προκλήθηκε.  Έτσι, η Ελλάδα οδηγήθηκε στην κρίση χρέους του 2010, τα προγράμματα ΄διάσωσης΄, τα ΄μνημόνια΄και τη μεγάλη καθίζηση.

Πολλά από τα προβλήματα που χαρακτήριζαν την ελληνική οικονομία από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και μετά επανεμφανίστηκαν με ιδιαίτερη ένταση στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση. Ακόμη και η δεκαετία οικονομικής ευφορίας μεταξύ 1998 και 2007, ήταν μία περίοδος κατά την οποία αποσταθεροποιήθηκε το εξωτερικό ισοζύγιο, και ακολούθησε η κρίση εξωτερικού χρέους του 2010, η περίοδος της προσαρμογής και η μεγάλη καθίζηση της ελληνικής οικονομίας.

ΠερίοδοςΟικονομική
Μεγέθυνση
ΠληθωρισμόςΑνεργίαΕξωτερικό Ισοζύγιο
Μετεμφυλιακή Δημοκρατία1950-19666,1%4,7%5,8%-0,8%
Στρατιωτική Δικτατορία1967-19746,1%7,2%3,8%-3,1%
Πριν τη Μεταπολίτευση1950-19746,1%5,5%5,1%-1,5%
Πριν την Ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ1975-19991,5%15,0%6,6%-3,0%
Μετά την Ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ2000-20240,8%2,2%15,4%-6,7%
Μετά τη Μεταπολίτευση1975-20241,1%8,6%11,0%-4,9%
Πηγές: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Τράπεζα Στοιχείων AMECO. Ορισμοί: Οικονομική Μεγέθυνση: Μέσο Ετήσιο Ποσοστό Μεγέθυνσης του κατά Κεφαλήν ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 2015. Πληθωρισμός: Μέσο Ετήσιο Ποσοστό Αύξησης Δείκτη Τιμών Καταναλωτού, 2015=100. Ανεργία: Μέσο Ετήσιο Ποσοστό Ανέργων στο Εργατικό Δυναμικό. Εξωτερικό Ισοζύγιο: Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Το Πραγματικό Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ

Στα 25 χρόνια πριν την μεταπολίτευση του 1974, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μετρούμενο σε σταθερές τιμές του 2015, είχε σχεδόν πενταπλασιαστεί, από €2.100 το 1948 σε €12.200 χιλιάδες το 1973. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ήταν 7,3%. Η εξέλιξή του παρουσιάζεται στο Γράφημα 1.

Γράφημα 1 Η Εξέλιξη του Πραγματικού Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ

Στα επόμενα 25 χρόνια, από τη μεταπολίτευση του 1974 έως ότου αποφασισθεί η ένταξη της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ, και αφού η Ελλάδα είχε γίνει μέλος της ΕΕ, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε μόνο κατά 1,4 φορές, από €11.400 το 1974, τη χρονιά της πρώτης μεταπολεμικής ύφεσης, σε €16.200 χιλιάδες το 1999. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσής του είχε πέσει μόλις στο 1,4%.

Στα επόμενα 25 πρώτα χρόνια, αυτά της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωζώνη, το πραγματικό κατά κεφαλήν  ΑΕΠ αυξήθηκε ελάχιστα. Από τα €16.800 του 2000, το πραγματικό κατά κεφαλήν διαμορφώθηκε μόλις στα €18.160 το 2022. Μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης μόλις 0,3%. Αυτό οφείλεται βέβαια στη διεθνή ύφεση της περιόδου 2008-2009 και στη ‘μεγάλη καθίζηση΄ της περιόδου 2010-2016. Το ιστορικά υψηλότερο επίπεδο του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ επετεύχθη το 2007, όταν διαμορφώθηκε στα €21.700 χιλιάδες, 1,3 φορές υψηλότερο από ό,τι το 2000. Έκτοτε το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατέρρευσε κατά 21% περίπου και η ανάκαμψη μετά το 2018 υπήρξε ασθενική.

Παρόμοιες τάσεις μπορούν να ανιχνευθούν και σε άλλα συναφή μακροοικονομικά μεγέθη, όπως η κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση, η μέση παραγωγικότητα της εργασίας και οι πραγματικοί μισθοί.

Ρυθμοί Οικονομικής Μεγέθυνσης πριν και μετά τη Μεταπολίτευση

Από το 1950 έως το 1973, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του συνολικού πραγματικού ΑΕΠ ήταν 7,4%, πολύ υψηλότερος από το μέσο όρο των αναπτυγμένων αλλά και των περισσοτέρων αναπτυσσομένων οικονομιών. Αυτός ο υψηλός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ήταν και ο λόγος που το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ έφθασε το 1973 στο 65% του αντίστοιχου των ΗΠΑ, από περίπου 27% το 1950. Βλ. Γράφημα 2.

Γράφημα 2 Ετήσιο Ποσοστό Μεγέθυνσης Συνολικού Πραγματικού ΑΕΠ

Το 1974 εκδηλώθηκε η πρώτη οικονομική ύφεση μετά το τέλος του εμφυλίου, λόγω του πρώτου πετρελαϊκού σοκ, των γεγονότων στην Κύπρο και της επιστράτευσης που ακολούθησε. 

Ωστόσο, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση η ελληνική οικονομία ανέκαμψε. Μεταξύ 1975 και 1979 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 5,3% κατά μέσο όρο. Σημειώθηκε επιβράδυνση σε σχέση με την περίοδο της ταχείας ανάπτυξης, αλλά αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη.

Το 1980, λόγω του δεύτερου πετρελαϊκού σοκ, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σημείωσε σημαντική πτώση, και το 1981 εκδηλώθηκε η δεύτερη μεταπολεμική ύφεση της ελληνικής οικονομίας. 

Η ύφεση αυτή ήταν το προανάκρουσμα μιας δεκαετίας σχεδόν οικονομικής στασιμότητας. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ στην δεκαετία του 1980 ήταν μόλις 0,8%. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε έως και την πρώτη τετραετία της δεκαετίας του 1990. Μετά την επόμενη ύφεση, αυτή του 1993, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης σταδιακά ανέκαμψε, και στο υπόλοιπο της δεκαετίας του 1990 διαμορφώθηκε στο 2,8% κατά μέσο όρο.

Το ποσοστό οικονομικής μεγέθυνσης επιταχύνθηκε μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Από το 2000 έως τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 3,6%.

Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση κορυφώθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου του  2008, με την κατάρρευση της διεθνούς επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers. Η ελληνική οικονομία οδηγήθηκε σε μία μικρή αρχικά ύφεση, η οποία έγινε βαθύτερη κατά τη διάρκεια της διεθνούς ύφεσης του 2009, της βαθύτερης και σοβαρότερης ως τότε διεθνούς ύφεσης στη μεταπολεμική περίοδο.

Έκτοτε, λόγω της εκδήλωσης της ‘ελληνικής κρίσης’ του 2010, και ενώ η διεθνής οικονομία ανέκαμψε ήδη από το 2010, η ελληνική οικονομία παρέμεινε εγκλωβισμένη στη μεγαλύτερη και βαθύτερη ύφεση της μεταπολεμικής της ιστορίας, τη ‘μεγάλη καθίζηση’. 

Από το 2010 έως και το 2016, το πραγματικό ΑΕΠ μειωνόταν κατά μέσο όρο κατά 3,6% το χρόνο. Η μικρή ανάκαμψη του 2014 αποδείχθηκε προσωρινή, ενώ η ανάκαμψη από το 2017 έως το 2019 χαρακτηρίστηκε από σχετικά χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης.

Στο σύνολο της περιόδου 1980-2019 ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε μόλις στο 0,9%, χαμηλότερος και από τον 19ο αιώνα.

Ο Πληθωρισμός από το Bretton Woods στην Ευρωζώνη

Οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης δεν ήταν το μόνο επιτυχές χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο 1950-1973. Μετά τη δημοσιονομική προσαρμογή της περιόδου 1950-1952, τη επιτυχή μεγάλη υποτίμηση του 1953 και τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1954, ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η δραχμή παρέμεινε σταθερά προσδεδεμένη με το δολάριο στην ισοτιμία των 30 δραχμών ανά δολάριο έως το 1972, στα πλαίσια του μεταπολεμικού διεθνούς νομισματικού συστήματος του Bretton Woods. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι μεταξύ 1955 και 1972 ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού ήταν μόλις 2,5%. Τα στοιχεία για το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού παρουσιάζονται στο Γράφημα 3.

Γράφημα 3 Η Εξέλιξη του Ετήσιου Ποσοστού Πληθωρισμού

Ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, τη διεθνή άνοδο των τιμών των πρώτων υλών και του πετρελαίου και τη συνακόλουθη άνοδο του πληθωρισμού σε ολόκληρο τον κόσμο. 

Μετά το 1973, και για περίπου είκοσι χρόνια, λόγω χαλαρής νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παρέμεινε σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού στη δεκαετία του 1970 ήταν 12,3%. Στη δεκαετία του 1980 ανέβηκε στο 19,5%. 

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα άρχισε να ακολουθεί μια αντιπληθωριστική πολιτική, βασισμένη στον περιορισμό της νομισματικής χρηματοδότησης του δημοσίου και στον περιορισμό του ρυθμού υποτίμησης της δραχμής. Η πολιτική αυτή, η οποία χαρακτηριστηκε ως πολιτική της ΄σκληρής δραχμής’, σταδιακά οδήγησε τον πληθωρισμό και πάλι σε μονοψήφια ποσοστά. Ο μέσος πληθωρισμός στη δεκαετία του 1990 διαμορφώθηκε στο 11,1%, μειούμενος σταδιακά, από το 20,4% το 1990, στο 2,6% το 1999.

Μετά την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, ο πληθωρισμός έχει παραμείνει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στη δεκαετία 2000-2010, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3,2%, και μετά την κρίση, έπεσε ακόμη περισσότερο, στο 0,7% στην περίοδο 2010-2019. Υπήρξαν δε περίοδοι, όπως η τετραετία 2013-2016, που ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός ήταν αρνητικός, στο -1,2%. Η προσωρινή αύξηση του πληθωρισμού κατά το 2022 οφείλεται στην αύξηση του διεθνούς πληθωρισμού και ήδη έχει αρχίσει να αντιστρέφεται.

Η Αγορά Εργασίας και το Ποσοστό Ανεργίας

Η εξέλιξη της ανεργίας ως ποσοστού του εργατικού δυναμικού παρουσιάζεται στο Γράφημα 4.

Γράφημα 4 Η Εξέλιξη του Ποσοστού Ανεργίας

Το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε στα επίπεδα του 5% κατά τη διάρκεια της περιόδου υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, στη δεκαετία του 1960 και έπεσε στα επίπεδα του 2% στη δεκαετία του 1970.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, λόγω της ύφεσης και της μετέπειτα οικονομικής στασιμότητας, αλλά και της αύξησης του κόστους εργασίας, το ποσοστό ανεργίας τριπλασιάστηκε και σταθεροποιήθηκε στο 6% περίπου. 

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, και κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των πολιτικών της σύγκλισης, το ποσοστό ανεργίας μπήκε σε μία νέα ανοδική πορεία, με αποτέλεσμα, λίγο πριν την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη να έχει διαμορφωθεί στο 12%. 

Μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, και λόγω της επιτάχυνσης των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, το ποσοστό ανεργίας άρχισε να μειώνεται, και το 2008 είχε διαμορφωθεί στο 7,7%, το χαμηλότερο επίπεδό του για τουλάχιστον 15 χρόνια.

Έκτοτε, και μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, το ποσοστό ανεργίας εκτοξεύθηκε σε πρωτοφανή για την Ελλάδα επίπεδα, τα οποία ξεπέρασαν και το ποσοστό ανεργίας των ΗΠΑ και της Βρετανίας κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης της δεκαετίας του 1930.

Το 2013 το μέσο ποσοστό ανεργίας έφθασε το 27,5%. Παρά το ότι το άρχισε να μειώνεται μετά το 2014, το 2023 παρέμενε στο 11,4%, πολύ υψηλότερο από ό,τι το 2008.

Το Εξωτερικο Ισοζύγιο Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση

Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, η ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν από ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, έως και λίγα χρόνια πριν την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία παρουσιάζονται στο Γράφημα 5, ήταν πολύ μικρά σε σχέση με το ΑΕΠ και χρηματοδοτούνταν σχετικά άνετα από αυτόνομες εισροές κεφαλαίων.

Γράφημα 5 Η Εξέλιξη του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών

Το αρκετά μεγαλύτερο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου καλυπτόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών (ναυτιλία και τουρισμός) και τους άδηλους πόρους όπως τα μεταναστευτικά εμβάσματα και άλλες μεταβιβάσεις.

Παρά τα σχετικά χαμηλά ελλείμματα, μετά το 1973 η Ελλάδα δεν απέφυγε περιοδικές κρίσεις στο ισοζύγιο πληρωμών, όπως το 1980-81, το 1982-83, το 1984-85 και το 1989-1990. Κάποιες από τις κρίσεις αυτές οδήγησαν σε εφάπαξ υποτίμηση της δραχμής, όπως το 1983 και το 1985, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η εφάπαξ υποτίμηση απεφεύχθη. Το μέσο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πριν το 1974 ήταν 1,5% του ΑΕΠ. Στην πρώτη 25ετία μετά τη μεταπολίτευση διπλασιάστηκε στο 3,0% του ΑΕΠ.

Η εισαγωγή του ευρώ συνδέθηκε με εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στο ελληνικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το 2000, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτοξεύθηκε στο 6,0% του ΑΕΠ, από 3,6% το 1999 και μόλις 2,7% του ΑΕΠ το 1998. Στη δεκαετία που ακολούθησε, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συνέχισε να διευρύνεται και διαμορφώθηκε στο 9,9% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, κάτι πρωτόγνωρο για την ελληνική οικονομία. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε περαιτέρω μετά το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007 και της διεθνούς ύφεσης, η οποία προκάλεσε μείωση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. 

Λόγω του ενιαίου νομίσματος και της μεγάλης αυτόνομης εισροής κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία, το ισοζύγιο είχε πάψει στη δεκαετία του 2000 να λειτουργεί ως περιοριστικός παράγων για την μακροοικονομική πολιτική, έως ότου ξέσπασε η κρίση εμπιστοσύνης του 2010 και ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου.

Μετά την κρίση του 2010 και την εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σταδιακά μειώθηκε, αλλά παρά τη μεγάλη προσαρμογή το ισοζύγιο δεν κατέστη πλεονασματικό. Τα τελευταία δε χρόνια, μετά την σταδιακή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί και πάλι.

Πολιτική και Οικονομία Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση

Προκειμένου να ερμηνεύσουμε αυτές τις εξελίξεις, θα πρέπει σε πρώτο επίπεδο να εξετάσουμε τις διεθνείς εξελίξεις και τις εξελίξεις στην οικονομική πολιτική. Σε δεύτερο επίπεδο θα πρέπει να εξετάσουμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες της οικονομικής πολιτικής, δηλαδή να εξετάσουμε τους θεσμικούς, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες και το πως λειτούργησαν στις διάφορες περιόδους.

Θα αναφερθώ αρχικά στις διαφορές μεταξύ των κυρίαρχων ιδεών, των κοινωνικών και οικονομικών συσχετισμών και των πολιτικών και οικονομικών θεσμών στην περίοδο πριν και μετά τη μεταπολίτευση. Οι διαφορές αυτές, σε συνδυασμό με τις μεταβολές στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, είναι κρίσιμες για την κατανόηση των μεταβολών που επέφερε στην οικονομία η περίοδος της μεταπολίτευσης και η ένταξη στην Ε.Ε και την ευρωζώνη.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις καταστροφικές περιόδους της κατοχής και του εμφυλίου, ακολούθησε μια ταχεία ανασυγκρότηση και μία εικοσαπενταετία υψηλής οικονομικής ανάπτυξης. 

Κατά τη διάρκειά της πρώτης 25ετίας μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου το 1949 επικράτησαν ιδέες κρατικού παρεμβατισμού στα πλαίσια μιας μικτής οικονομίας της αγοράς, κάτι που χαρακτήριζε και την οικονομική πολιτική και στις υπόλοιπες μικτές δυτικο-ευρωπαϊκές οικονομίες.

Στη διάρκεια αυτής της περιόδου άρχισε να αναπτύσσεται μια δυναμική μεσαία τάξη η οποία γρήγορα κυριάρχησε σε αστικά κέντρα όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και άλλες μεγάλες πόλεις. Αυτή η μεσαία τάξη συνέβαλε σημαντικά στη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης και είδε το βιοτικό της επίπεδο να βελτιώνεται ραγδαία.

Όπως ήδη περιγράψαμε, η οικονομία αναπτύχθηκε εντυπωσιακά για είκοσι πέντε χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου. Μεταξύ της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1970, η ελληνική οικονομία γνώρισε μια από τις σπάνιες περιόδους σχεδόν αδιάκοπης υψηλής οικονομικής ανάπτυξης και νομισματικής σταθερότητας.

Μέσα σε εικοσιπέντε χρόνια, από μια φτωχή γεωργική οικονομία, η Ελλάδα μετατράπηκε σε μια ανεπτυγμένη μικτή οικονομία, με σημαντικό δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας υπερέβη κατά πολύ το αντίστοιχο οποιασδήποτε άλλης οικονομίας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και πλησίασε γρήγορα το κατά κεφαλήν εισόδημα των ανεπτυγμένων οικονομιών της Δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. 

Η πορεία αυτή σχετίζεται τόσο με τις ιδέες όσο και με τους κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς συσχετισμούς και θεσμούς που επικράτησαν μετά τον εμφύλιο. Η επιδίωξη της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και της νομισματικής σταθερότητας εξελίχθηκε στην κύρια ιδεολογική κινητήρια δύναμη της πολιτικής του ελληνικού κράτους και της ελληνικής πολιτικής. Εν μέρει αυτό ήταν συμβατό και με το τι επικράτησε και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, αλλά ήταν επίσης αντίδραση στην ακραία οικονομική αστάθεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στην οικονομική και ανθρωπιστική κρίση της περιόδου του μεσοπολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Η οικονομική ανασυγκρότηση και η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας στα πλαίσια μιας μικτής οικονομίας εξελίχθηκε έτσι στη ‘νέα μεγάλη ιδέα’ του ελληνισμού και επιδιώχθηκε ενεργά από το ελληνικό κράτος. 

Η υιοθέτηση και εφαρμογή της πολιτικής της οικονομικής ανάπτυξης πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο ενός ‘πατερναλιστικού’, αν όχι ‘αυταρχικού’ μετεμφυλιακού πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος.

Παρά τις διαιρέσεις που δημιουργήθηκαν από τον εμφύλιο πόλεμο, η δημοκρατική διακυβέρνηση, έστω και στην ψυχροπολεμική εκδοχή της, διατηρήθηκε μέχρι το πραξικόπημα του 1967. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν η ‘παλίρροια που ανέβαζε όλες τις βάρκες’ και για μεγάλο διάστημα βοήθησε στην αποδοχή του μετεμφυλιακού πολιτικού καθεστώτος, παρά τις πολιτικές διακρίσεις που συνεπαγόταν το καθεστώς αυτό για τους οπαδούς της αριστεράς. Ακόμη και η δικτατορία του 1967-1974 διατήρησε ένα βαθμό ανοχής λόγω της προϊούσας οικονομικής ευημερίας.

Στην οικονομία, η αναπτυξιακή πολιτική βασίστηκε στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και της αγοράς εργασίας, ώστε να υπάρχουν αφενός υψηλές αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και αφετέρου υψηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα. Οι αποταμιεύσεις χρηματοδοτούσαν τις επενδύσεις στους δύο τομείς προτεραιότητας, οικονομικές υποδομές και βιομηχανία, και η ανταγωνιστικότητα, η οποία είχε αποκατασταθεί μετά την υποτίμηση του 1953, διατηρείτο υψηλή μέσω του ελέγχου των αυξήσεων των μισθών ώστε να μην υπερβαίνουν το άθροισμα του πληθωρισμού και της αύξησης της παραγωγικότητας. Εξίσου σημαντική οικονομική προτεραιότητα ήταν και η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και της νομισματικής σταθερότητας, μέσω της συμμετοχής της δραχμής στο σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods. 

Ωστόσο, η σταδιακή επούλωση των πληγών του εμφυλίου στη συνείδηση των Ελλήνων, οι ακρότητες της δικτατορίας, οι μεγάλοι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί που επέφερε η οικονομική ανάπτυξη, αλλά και οι διεθνείς εξελίξεις όπως η αύξηση του διεθνούς πληθωρισμού, άρχισαν σταδιακά να υπονομεύουν τους βασικούς πυλώνες του μετεμφυλιακού θεσμικού, πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος.

Παρά τις εντυπωσιακές της επιδόσεις στην εικοσιπενταετία 1948-1973, το 1974, τη χρονιά της μεταπολίτευσης, η ελληνική οικονομία εξακολουθούσε να παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες.
Το οικονομικό θαύμα των δεκαετιών του 1950 και του 1960 είχε πραγματοποιηθεί υπό προστατευτικούς δασμούς και περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, που αποτελούσαν μία ασπίδα για την νηπιακή αρχικά αλλά ταχέως αναπτυσσόμενη αργότερα ελληνική βιομηχανία. 

Επιπλέον, η ανάπτυξη δεν ήταν εξωστρεφής, καθώς η Ελλάδα ήταν σχετικά απομονωμένη γεωγραφικά από τη Δυτική Ευρώπη, και δεν μπορούσε, για γεωπολιτικούς λόγους, να στηριχθεί σε στενές οικονομικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία στα ανατολικά, ή οι χώρες-δορυφόροι της Σοβιετικής Ένωσης στα βόρεια. 

Η βιομηχανική παραγωγή επεκτάθηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες προκειμένου να εξυπηρετήσει κυρίως την εγχώρια αγορά, μέσω της υποκατάστασης των εισαγωγών. Ωστόσο, η ελληνική βιομηχανία ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη διεισδυτικότητα στις πιο ανταγωνιστικές αγορές της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου. Επιπλέον, κατά την περίοδο της δικτατορίας 1967-1974 η Ελλάδα απομονώθηκε πολιτικά από την υπόλοιπη Ευρώπη, κάτι το οποίο είχε ως αποτέλεσμα και την περαιτέρω σχετική οικονομική της απομόνωση. 

Ο πληθωρισμός είχε αυξηθεί υπερβολικά μετά την αποσταθεροποίηση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods και την πρώτη πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970. Εξάλλου, το 1974, τη χρονιά της μεταπολίτευσης, η ελληνική οικονομία ήδη βρισκόταν σε ύφεση, την πρώτη της μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. 

Μετά την πρώτη διεθνή πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970, την ύφεση του 1974 και τη μεταπολίτευση, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε σχετικά γρήγορα. 

Τα προβλήματα όμως εντάθηκαν μετά τη δεύτερη διεθνή πετρελαϊκή κρίση, την κατάργηση της δασμολογικής προστασίας λόγω της ένταξης στην ΕΕ και την κυβερνητική αλλαγή του 1981.
Η κατάρρευση της δικτατορίας μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 οδήγησε στην κατάργηση της βασιλευομένης δημοκρατίας υπέρ μιας προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Οδήγησε επίσης στην εθνική συμφιλίωση, μέσω της σταδιακής επούλωσης των πληγών του εμφυλίου πολέμου, καθώς και στην ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1981.
Ωστόσο, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιβραδύνθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ενώ το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού είχε ήδη επιστρέψει από το 1972. Στη δεκαετία του 1980 υπήρξε μια σημαντική περαιτέρω αποσταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και επικράτησε στασιμοπληθωρισμός για μεγάλες περιόδους.

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, ως νέες κυρίαρχες ιδεολογικές κατευθύνσεις της χώρας αναδείχθηκαν οι πολιτικές ελευθερίες, η κοινωνική δικαιοσύνη και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας. 

Σε κάποιο βαθμό, αυτή η ιδεολογική μεταστροφή ήταν αποτέλεσμα των σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών που είχε επιφέρει η οικονομική ανάπτυξη των προηγουμένων δεκαετιών, αλλά και μία αντίδραση στους περιορισμούς των ελευθεριών και στις πολιτικές διακρίσεις του μετεμφυλιακού καθεστώτος, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας. Η αναζήτηση πολιτικής ελευθερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής συμφιλίωσης και η επιδίωξη της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμόρφωσε όχι μόνο τα πολιτικά αλλά και τα οικονομικά και θεσμικά χαρακτηριστικά της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Η αλλαγή στους κοινωνικούς συσχετισμούς και στο πολιτικό και ιδεολογικό καθεστώς επηρέασε τις περισσότερες πτυχές της οικονομίας. 

Το αίτημα για αναδιανομή και για διευρυμένο ρόλο για το κράτος οδήγησε τις πρώτες κυβερνήσεις μετά τη μεταπολίτευση να αναζητήσουν περισσότερα μέσα παρέμβασης στη λειτουργία της οικονομίας, καταφεύγοντας σε μια πιο ενεργητική διαχείριση της συνολικής ζήτησης, σε αυξήσεις μισθών μέσω της εισοδηματικής πολιτικής, σε ελέγχους τιμών και επιτοκίων, πιστωτικούς ελέγχους, επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις, συνεχείς αναθεωρήσεις του φορολογικού και ρυθμιστικού πλαισίου, αυξήσεις στη φορολογία, κρατικοποιήσεις (Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Ολυμπιακή Αεροπορία, Συγκρότημα Εμπορικής) και τη δημιουργία νέων δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών. Στην αγορά εργασία αποκαταστάθηκαν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και το δικαίωμα της απεργίας. Στη μακροοικονομική πολιτική ακολουθήθηκαν κεϋνσιανές πολιτικές ενίσχυσης της συνολικής ζήτησης για την έξοδο από την ύφεση του 1974, οι οποίες διατηρήθηκαν έως και το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ στα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλλαγής στους κανόνες και τους θεσμούς της οικονομικής πολιτικής είναι το Σύνταγμα του 1975. Το Σύνταγμα αυτό, το οποίο με ορισμένες τροποποιήσεις ισχύει έως σήμερα, είχε μία σειρά άρθρων που σηματοδοτούσαν μία διαφορετική προσέγγιση στα ζητήματα της οικονομίας σε σχέση με αυτό του 1952 και τα προηγούμενα ελληνικά συντάγματα, καθώς προέβλεπε έναν ιδιαίτερα ενισχυμένο ρόλο για τον κρατικό παρεμβατισμό.

  1. Ήταν λιγότερο κατηγορηματικό αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σε σχέση με αυτό του 1952 (άρθρα 17, 18 και 106).
  2. Καθόριζε ότι η εργασία αποτελεί δικαίωμα προστατευόμενο από το κράτος το οποίο όφειλε να δημιουργεί συνθήκες πλήρους απασχόλησης και να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 22). Θεσμοθετούσε έτσι την προτεραιότητα της μείωσης της ανεργίας έναντι του πληθωρισμού και έθετε το συνταξιοδοτικό σύστημα υπό την αιγίδα του κράτους.
  3. Προστάτευε χωρίς περιορισμούς τη συνδικαλιστική δράση και το δικαίωμα της απεργίας (άρθρο 23).
  4. Προέβλεπε για πρώτη φορά ότι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η χωροταξία και η προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών περιοχών αποτελεί υποχρέωση του κράτους (άρθρο 24).
  5. Προέβλεπε τα της συμμετοχής της Ελλάδος σε διεθνείς οργανισμούς και τους όρους περιορισμού των κυριαρχικών της δικαιωμάτων εξ αυτής της συμμετοχής (άρθρο 25). Αυτό προφανώς έγινε εν όψει της αίτησης για ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
  6. Προέβλεπε ότι η εκπαίδευση είναι δωρεάν σε όλες τις βαθμίδες της, και ότι η ανώτατη εκπαίδευση είναι αποκλειστικό προνόμιο του κράτους (άρθρο 16).
  7. Προέβλεπε την υποχρέωση του κράτους να προγραμματίζει και να συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα, έβαζε περιορισμούς στην ιδιωτική δραστηριότητα και επέτρεπε τις κρατικοποιήσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων (άρθρο 106).
  8. Παρότι προέβλεπε και πάλι την αυξημένη προστασία που απολάμβανε η εισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό, προέβλεπε τη δυνατότητα αναθεώρησης για τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί κατά την περίοδο της δικτατορίας (άρθρο 107).

Κατά συνέπεια, στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, το Σύνταγμα του 1975 είχε μεγάλες διαφορές με το προηγούμενο Σύνταγμα του 1952, καθώς αντανακλούσε τη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, και τις νέες αντιλήψεις που ευνοούσαν την επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης, την αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, την περαιτέρω επέκταση της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας αλλά και τη δυνατότητα ένταξης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. 

Οι αλλαγές στις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής σημειώθηκαν ως επί το πλείστον χωρίς προμελέτη, πρόγραμμα και επαρκή θεσμική προετοιμασία, γεγονός που κλόνισε την αξιοπιστία της προστασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, του φορολογικού συστήματος και του ρυθμιστικού πλαισίου. 

Η οικονομική πολιτική άρχισε να καθορίζεται με βάση τη διακριτική ευχέρεια των εκάστοτε κομμάτων εξουσίας, ενώ σταδιακά εγκαταλείφθηκαν οι κανόνες της δημοσιονομικής και νομισματικής πειθαρχίας που επικρατούσαν στην περίοδο 1950-1973. Ο ‘χρυσός κανόνας’ της δημοσιονομικής πειθαρχίας (ισοσκελισμένος τακτικός προϋπολογισμός) εγκαταλείφθηκε και, μετά και την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, η νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα θυσιάστηκε στο βωμό της επιδίωξης της πλήρους απασχόλησης.

Επιπλέον, η πολιτική πόλωση που επικράτησε μετά το 1977 μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας (Ν.Δ και Πα.Σο.Κ) αναφορικά με τις προτεραιότητες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, συνέβαλε στη δημιουργία μη βιώσιμων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χρεών, καθώς οι κυβερνήσεις, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις προτεραιότητές τους, κατέφευγαν σε νομισματική χρηματοδότηση και δημόσιο δανεισμό, μεθόδους οι οποίες δεν συνεπάγονταν το άμεσο πολιτικό κόστος σημαντικών αυξήσεων της φορολογίας. Η τάση αυτή ενισχυόταν σε προεκλογικές περιόδους. 

Η νομισματική χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η αλληλουχία υπερβολικών μισθολογικών αυξήσεων, αυξήσεων τιμών και υποτιμήσεων του νομίσματος οδήγησε σε μεγάλη και επίμονη αύξηση του πληθωρισμού, ειδικά κατά τη δεκαετία του 1980. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε υποδομές υπέφεραν κάθε φορά που εκδηλώνονταν προσπάθειες ελέγχου των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, δεδομένου ότι ο περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων συνεπαγόταν μικρότερο άμεσο πολιτικό κόστος από τη μείωση των τρεχουσών δαπανών για μισθούς και συντάξεις.

Η προετοιμασία της οικονομίας για τις ευκαιρίες της ένταξης στην ΕΕ υπήρξε επίσης ανεπαρκής, λόγω της μεσολάβησης της δικτατορίας, η οποία οδήγησε στο πάγωμα της συμφωνίας σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ του 1962, και της σύντομης περιόδου προσαρμογής μετά τη μεταπολίτευση. 

Το ίδιο συνέβη αργότερα και με την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, όχι τόσο λόγω πίεσης χρόνου, αλλά λόγω των εγγενών αδυναμιών της πολιτικής της ονομαστικής σύγκλισης που ακολουθήθηκε.

Η ένταξη στην ΕΕ το 1981, παρά τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, συνέπεσε με μία περίοδο μεγάλων αναταράξεων στη διεθνή οικονομία και την ελληνική οικονομική πολιτική και έτσι συνδυάστηκε με το στασιμοπληθωρισμό των αρχών της δεκαετίας του 1980. 

Οι μεγάλες μεταβιβάσεις από την ΕΕ μέσω των μεσογειακών προγραμμάτων και των υπόλοιπων προγραμμάτων, όπως η κοινή αγροτική πολιτική και η κοινή περιφερειακή πολιτική, για πολλά χρόνια λειτούργησαν ως καθαρές εισοδηματικές μεταβιβάσεις και ενισχύσεις, με αποτέλεσμα να συντελούν στην αναβολή και όχι στην επιτάχυνση των απαιτούμενων διαρθρωτικών προσαρμογών.

Ιδέες και Αξίες πριν τη Μεταπολίτευση

Κατά τη διάρκεια της πρώτης εικοσιπενταετίας μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου το 1949 κυριάρχησαν στην Ελλάδα ιδέες κρατικού παρεμβατισμού και ενδεικτικού οικονομικού προγραμματισμού στη διαδικασία της ανάπτυξης, στα πλαίσια μιας μικτής οικονομίας της αγοράς. Αυτό ήταν κάτι που χαρακτήριζε και την οικονομική πολιτική και στις υπόλοιπες μικτές οικονομίες της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Το βασικό θεσμικό υπόβαθρο των εξελίξεων που προκάλεσαν αυτές οι ιδέες και αξίες ήταν το μετεμφυλιακό πολιτικό και οικονομικό καθεστώς. 

Στην περίοδο της μετεμφυλιακής δημοκρατίας, η επιδίωξη της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και της νομισματικής σταθερότητας εξελίχθηκαν στις κύριες ιδεολογικές κινητήριες δυνάμεις της πολιτικής του ελληνικού κράτους, μαζί με την παραμονή στη δυτική συμμαχία. Η πολιτική αυτή ενσωματώθηκε στους οικονομικούς θεσμούς και επιδιώχθηκε με όλα τα μέσα και, με σχετικά μικρές διαφοροποιήσεις, από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις. Εν μέρει αυτό ήταν συμβατό και με το τι επικράτησε και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, αλλά ήταν επίσης αντίδραση στην ακραία πολιτική και οικονομική αστάθεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στην οικονομική και ανθρωπιστική κρίση της περιόδου του μεσοπολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. 

Η οικονομική ανασυγκρότηση και η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας στα πλαίσια μιας μικτής οικονομίας ‘δυτικού τύπου’ εξελίχθηκε έτσι στη ‘νέα μεγάλη ιδέα’ του ελληνισμού, υπήρξε πρόταγμα για όλες τις κοινωνικές τάξεις, και επιδιώχθηκε ενεργά από το ελληνικό κράτος ανεξάρτητα από ποια κυβέρνηση ήταν στην εξουσία.

Η σκοτεινή όψη των κυρίαρχων ιδεών και αξιών της περιόδου πριν τη μεταπολίτευση ήταν ο ‘αντικομμουνισμός’, κύριο χαρακτηριστικό και πολλών άλλων δυτικών δημοκρατιών κατά την περίοδο του ‘ψυχρού πολέμου’. Ωστόσο, ο αντικομμουνισμός ήταν πολύ πιο έντονος στην Ελλάδα μετά και την τραυματική εμπειρία του εμφυλίου. Ο ‘αντικομμουνισμός’ ερχόταν σε σύγκρουση με τις ιδέες των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και της πολιτικής ισότητας και έδινε λαβή για τις εξωθεσμικές παρεμβάσεις των ‘ανακτόρων’ και της ‘πρεσβείας’, αλλά και για τις παρακρατικές δραστηριότητες εις βάρος των οπαδών της αριστεράς. Επιπλέον, ο αντικομμουνισμός έδωσε λαβή και για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, το οποίο κατέλυσε τη μετεμφυλιακή δημοκρατία.

Ιδέες και Αξίες μετά τη Μεταπολίτευση

Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας οι κοινωνικές αξίες και προτεραιότητες είχαν πλέον αλλάξει. Η αντιμετώπιση της φτώχειας δεν ήταν πια το κυρίαρχο ζήτημα για τη μεσαία τάξη που είχε δημιουργηθεί κατά την 25ετία της μεγάλης ανάπτυξης μεταξύ 1949 και 1974. Ως κυρίαρχα ζητήματα αναδείχθηκαν οι πολιτικές ελευθερίες, η ισονομία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου και η εθνική συμφιλίωση. Εκ των πραγμάτων, αυτά υπήρξαν και τα κύρια διακυβεύματα των κυβερνήσεων και σταδιακά επηρέασαν τη φύση και τη λειτουργία των πολιτικών και οικονομικών θεσμών, μαζί με την επιδίωξη της συμμετοχής της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα.

Σε κάποιο βαθμό, αυτή η ιδεολογική μεταστροφή ήταν αποτέλεσμα των σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών που είχε επιφέρει η οικονομική ανάπτυξη των προηγουμένων δεκαετιών, αλλά και μία αντίδραση στους περιορισμούς των ελευθεριών και στις πολιτικές διακρίσεις του μετεμφυλιακού καθεστώτος, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας. Η αναζήτηση πολιτικής ελευθερίας, ισονομίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής συμφιλίωσης και η επιδίωξη της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμόρφωσε όχι μόνο τα πολιτικά αλλά και τα οικονομικά και θεσμικά χαρακτηριστικά της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Ωστόσο, μετά τη μεταπολίτευση υπήρξαν μεγάλες διαφορές και συγκρούσεις μεταξύ των κύριων πολιτικών κομμάτων, τόσο αναφορικά με τις κοινωνικές και πολιτικές ιδέες και αξίες όσο και με τους στόχους και τα μέσα της πολιτικής δραστηριότητας. Οι συγκρούσεις αυτές αρχικά αφορούσαν τόσο το αν η Ελλάδα θα έπρεπε να παραμείνει προσδεδεμένη στη δυτική συμμαχία, όσο και τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις και προτεραιότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης δεν υπερψήφισαν το Σύνταγμα του 1975, αλλά ούτε και την συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ το 1979. Επιπλέον, οι συγκρούσεις αφορούσαν την ένταση και τα μέσα με τα οποία θα έπρεπε να επιδιωχθεί η αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, τα μέσα με τα οποία θα έπρεπε να επιδιωχθεί η οικονομική ανάπτυξη αλλά και τη σημασία της καταπολέμησης του πληθωρισμού και της επιδίωξης της δημοσιονομικής και νομισματικής σταθερότητας. 

Πολιτικοί Θεσμοί Πριν τη Μεταπολίτευση

Παρά τις διαιρέσεις που δημιουργήθηκαν από τον εμφύλιο πόλεμο, η δημοκρατική διακυβέρνηση, στην ψυχροπολεμική βέβαια εκδοχή της, διατηρήθηκε μέχρι το πραξικόπημα του 1967. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν η ‘πλημμυρίδα που ανέβαζε όλες τις βάρκες’ και για μεγάλο διάστημα βοήθησε στην ευρύτερη κοινωνική αποδοχή του μετεμφυλιακού πολιτικού καθεστώτος, παρά τις πολιτικές διακρίσεις που συνεπαγόταν το καθεστώς αυτό για τους οπαδούς της αριστεράς. Ακόμη και η δικτατορία του 1967-1974 αντιμετώπισε αρχικά ένα βαθμό κοινωνικής ανοχής λόγω της προϊούσας οικονομικής ευημερίας.

1. Η Μετεμφυλιακή Δημοκρατία

Έως το πραξικόπημα του 1967, το πολιτικό καθεστώς στηριζόταν στο Σύνταγμα του 1952. Λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά την κατάρτιση του, λίγο πριν τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, αν και σε μεγάλο βαθμό βασίστηκε στα προηγούμενα συνταγματικά κείμενα του 1864 και του 1911, το Σύνταγμα του 1952 υπήρξε πιο συντηρητικό και πολιτικά αυταρχικό από αυτά. Βασιζόταν στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, κατοχύρωνε τα ατομικά δικαιώματα και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και προέβλεπε τη διάκριση εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας καθώς και κάπως περιορισμένη ελευθερία του τύπου. Ωστόσο, μέσω της εφαρμογής παλαιότερων νόμων που παρέμειναν σε ισχύ, το καθεστώς της μετεμφυλιακής δημοκρατίας επέτρεπε γενικότερα τις διακρίσεις κατά των οπαδών και συμπαθούντων το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Κ.Κ.Ε), το οποίο παρέμεινε εκτός νόμου. Επιπλέον, και το ίδιο το Σύνταγμα του 1952 επέβαλε περιορισμούς στην ελευθερία του Τύπου (άρθρο 14), απαγόρευε τις απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 11) και επέτρεπε διακρίσεις στις προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων με βάση την ιδεολογία των υποψηφίων (άρθρο 100).

2. Η Δικτατορία

Η δικτατορία του 1967 ανέστειλε την εφαρμογή του Συντάγματος και τα πολιτικά δικαιώματα και εγκαθίδρυσε ένα στυγνό απολυταρχικό καθεστώς. Επιπλέον, επανέφερε τις πολιτικές διώξεις, όχι μόνο για τους οπαδούς της αριστεράς αλλά και για όλους τους εν δυνάμει πολιτικούς της αντιπάλους.

Πολιτικοί Θεσμοί μετά τη Μεταπολίτευση 

Η μεταπολίτευση του 1974 προκάλεσε μία μεγάλη μεταβολή τόσο των πολιτικών όσο και των οικονομικών θεσμών σε σχέση με την εικοσιπενταετία που είχε προηγηθεί. Η μεταπολίτευση δεν ήταν απλώς η αποκατάσταση της δημοκρατίας ή η αλλαγή του πολιτεύματος από Βασιλευομένη σε Προεδρευόμενη Δημοκρατία. Επρόκειτο στην ουσία για αλλαγή πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος.

Το πολιτικό σύστημα μετά τη μεταπολίτευση βασίστηκε στο Σύνταγμα του 1975. Το Σύνταγμα αυτό είχε μεγάλες διαφορές από αυτό του 1952. Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας εισήγαγε το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, περιείχε εξαρχής ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, και παραχωρούσε αρμοδιότητες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας οι οποίες του επέτρεπαν να παρεμβαίνει στη ρύθμιση της πολιτικής ζωής. Το κράτος δικαίου προστατευόταν αποτελεσματικά, ενώ προβλεπόταν και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και – εμμέσως – στην τότε ΕΟΚ. Επιπλέον, το σύνταγμα περιείχε μία σειρά άρθρων που σηματοδοτούσαν μία διαφορετική προσέγγιση στα ζητήματα της οικονομίας σε σχέση με αυτό του 1952 και τα προηγούμενα συντάγματα, καθώς προέβλεπε έναν ακόμη πιο ενισχυμένο ρόλο για τον κρατικό παρεμβατισμό.  

Παρά το ότι αναφορικά με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες, καθώς και τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, το θεσμικό και πολιτικό περιβάλλον μετά τη μεταπολίτευση ήταν σαφώς υπέρτερο, το περιβάλλον αυτό οδήγησε αρχικά σε μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις και ατελέσφορους πειραματισμούς αναφορικά με την οικονομία, καθώς και δημοσιονομική και νομισματική αποσταθεροποίηση. Ο κυριότερος λόγος ήταν ότι το νέο πολιτικό σύστημα έμμεσα έδινε σε μεγάλες κοινωνικές ομάδες, αλλά ακόμη και σε μειοψηφικές ομάδες συμφερόντων, δικαίωμα αρνησικυρίας αναφορικά με την κοινωνική και οικονομική πολιτική. Ακόμη και όταν δημιουργήθηκαν πολιτικές συγκλίσεις μεταξύ των κομμάτων εξουσίας αναφορικά με τους κύριους στόχους της εξωτερικής, κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, οι συγκλίσεις αυτές δεν οδήγησαν σε επαρκείς συναινέσεις αναφορικά με τα μέσα τα οποία ήταν απαραίτητα για την επιδίωξη αυτών των στόχων, με αποτέλεσμα να αναβάλλονται συνεχώς, ή να επιδιώκονται μερικώς μόνο οι απαραίτητες πολιτικές πρωτοβουλίες και μεταρρυθμίσεις.

Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες φάσεις στις θεσμικές και πολιτικές εξελίξεις μετά τη μεταπολίτευση: 

Πρώτον, τη φάση των μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων αναφορικά με τους στόχους, τα μέσα και τους κανόνες της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, η οποία παράλληλα οδηγούσε σε άκριτη υιοθέτηση των αιτημάτων όλων σχεδόν των κοινωνικών ομάδων. Με δεδομένο ότι τα αιτήματα αυτά δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα με βάση του υπάρχοντες πόρους, η οικονομία δεν μπορούσε παρά να αποσταθεροποιηθεί. Η φάση αυτή διήρκεσε έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990. 

Δεύτερον, τη φάση των μερικών συγκλίσεων αναφορικά με τους στόχους αλλά αποκλίσεων σε σχέση με τα μέσα και τους κανόνες της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Η φάση αυτή διήρκεσε έως την κρίση χρέους του 2010. Οι διαφορές στις πρώτες δύο αυτές φάσεις αφορούσαν κυρίως τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, τη Ν.Δ και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Στη δεύτερη αυτή φάση, ενώ υπήρχε σύγκλιση των κομμάτων εξουσίας αναφορικά με τους στόχους της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, ευρείες κοινωνικές ομάδες εξακολουθούσαν να έχουν τη δυνατότητα να ακυρώνουν ή να νοθεύουν τις επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις. 

Η τρίτη φάση είναι η περίοδος μετά την κρίση χρέους του 2010, και αφορά στην πολιτική των ‘μνημονίων’ και των μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών μετά τα μνημόνια.

Οικονομικοί Θεσμοί και Οικονομική Πολιτική πριν τη Μεταπολίτευση

Τα κύρια χαρακτηριστικά του θεσμικού πλαισίου της οικονομικής πολιτικής που επικράτησε και ήταν αποδεκτό από όλες τις κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της δικτατορίας, ήταν συνοπτικά τα εξής:

1. Η προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στα πλαίσια μιας μικτής οικονομίας της αγοράς αλλά και ο καθορισμός τομέων προτεραιότητας για τις επενδύσεις μέσω αναπτυξιακών προγραμμάτων.

2. Ο κυβερνητικός έλεγχος του πιστωτικού συστήματος ώστε οι εγχώριες αποταμιεύσεις να κατευθύνονται στην χρηματοδότηση των τομέων προτεραιότητας, κυρίως των βιομηχανικών επενδύσεων και των επενδύσεων σε υποδομές.

3. Ο κυβερνητικός έλεγχος των εργασιακών σχέσεων και του καθορισμού μισθών και ημερομισθίων ώστε οι μισθολογικές αυξήσεις να μην υπερβαίνουν τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.

4. Στα πλαίσια που επέτρεπε η συμμετοχή της Ελλάδας στην GATT, και μετά το 1961 η συμφωνία σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ, η προστασία της εγχώριας παραγωγής  μέσω δασμών και άλλων μέτρων εμπορικής πολιτικής, οι περιορισμοί στην εξαγωγή κεφαλαίων και η αυξημένη προστασία των άμεσων ξένων επενδύσεων.

5. Ο αυξημένος ρόλος του κράτους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, την ηλεκτρική ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες, την ύδρευση και κάποιες άλλες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.

6. Η νομισματική σταθερότητα, μέσω της σταθερής ισοτιμίας της δραχμής απέναντι στο δολάριο στα πλαίσια του συστήματος του Bretton Woods.

7. Η δημοσιονομική πειθαρχία, μέσω του κανόνος περί ισοσκελισμένου ή πλεονασματικού τακτικού προϋπολογισμού.

Το Πολιτικό Καθεστώς και η Οικονομική Πολιτική Μετά τη Μεταπολίτευση

συνέβη υποδειγματικά. Πολιτική αστάθεια υπήρξε στην περίοδο 1989-1990, στην περίοδο 2011-2012 και κατά το 2015, αλλά η πολιτική ομαλότητα επανήλθε σχετικά σύντομα και θεσμικά και στις τρεις περιπτώσεις, μέσω διαδοχικών εκλογών.

Η περίοδος μετά τη μεταπολίτευση χαρακτηρίζεται από πολύ μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Ένα έτος χαρακτηρίζεται ως έτος πολιτικής αστάθειας αν στη διάρκεια του υπάρχει δικτατορία, κίνημα ή περισσότερες από δύο κυβερνήσεις. Στα 25 χρόνια πριν τη μεταπολίτευση υπήρξαν 14 χρόνια πολιτικής αστάθειας, εκ των οποίων τα 7 αντιστοιχούν στη δικτατορία του 1967. Στα 50 χρόνια μετά τη μεταπολίτευση υπήρξαν μόνο 5 χρόνια πολιτικής αστάθειας, η δε πολιτική αστάθεια αντιμετωπίστηκε θεσμικά μέσω της διεξαγωγής κοινοβουλευτικών εκλογών.

Ωστόσο, το μεταπολιτευτικό θεσμικό καθεστώς της οικονομικής πολιτικής εξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό χωρίς μακροχρόνιο αναπτυξιακό σχεδιασμό, ως αποτέλεσμα μιας διαπάλης για μερίδια εισοδήματος μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων, με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις να προσπαθούν να ικανοποιήσουν αντικρουόμενους στόχους όπως η επανεκλογή τους, η ανάπτυξη, η απασχόληση, η αναδιανομή και η κοινωνική ειρήνη, μέσω μιας βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής χωρίς σαφείς και δεσμευτικούς κανόνες.

Η οικονομική και πολιτική αυτή ισορροπία, λόγω της πολιτικής πόλωσης που επικράτησε για μεγάλες περιόδους, αλλά και του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος που εγκαθίδρυσε το Σύνταγμα του 1975, και το οποίο ενισχύθηκε μετά την αναθεώρηση του 1986, οδηγούσε σε επιλογές που επηρεάζονταν υπερβολικά από βραχυχρόνιες επιδιώξεις στην οικονομική πολιτική, υποβαθμίζοντας τα πιο μακροχρόνια προβλήματα της οικονομίας και αναβάλλοντας την αντιμετώπισή τους. Με δεδομένο δε ότι το Σύνταγμα δεν περιείχε επαρκείς δεσμεύσεις για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας ή της νομισματικής σταθερότητας, έως ότου αρχίσει να επιδιώκεται η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, το αποτέλεσμα ήταν η δημοσιονομική και νομισματική αποσταθεροποίηση της δεκαετίας του 1980.

Η μη ικανοποιητική αυτή ισορροπία διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω και των αυξημένων επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων από την ΕΕ, που συγκάλυπταν τα υποβόσκοντα προβλήματα της οικονομίας. Αλλαγή πορείας υπήρξε μετά την κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1990 και την υπογραφή της Συνθήκης του Maastricht, αλλά και πάλι, όπως θα τεκμηριώσω παρακάτω, ακολουθήθηκε ο δρόμος της ελάχιστης δυνατής προσαρμογής. Μετά δεν την ένταξη στην ευρωζώνη, τη μείωση των πραγματικών επιτοκίων και την εύκολη πρόσβαση στο διεθνή δανεισμό, η αναβολή των διαρθρωτικών προβλημάτων που υπέβοσκαν συνεχίστηκε, έως ότου προέκυψε η κρίση δανεισμού του 2010.

Μετά τη μεταπολίτευση η οικονομική πολιτική άρχισε να καθορίζεται με βάση τη διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων και των εκάστοτε κομμάτων εξουσίας, ενώ σταδιακά εγκαταλείφθηκαν οι κανόνες της δημοσιονομικής και νομισματικής πειθαρχίας που επικρατούσαν στην περίοδο 1950-1973. Ο ‘χρυσός κανόνας’ της δημοσιονομικής πειθαρχίας (ισοσκελισμένος τακτικός προϋπολογισμός) εγκαταλείφθηκε και, μετά και την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, η νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα θυσιάστηκε για πολλά χρόνια στο βωμό της, μάταιης όπως αποδείχθηκε, ταυτόχρονης επιδίωξης της πλήρους απασχόλησης και αύξησης των πραγματικών μισθών.

Επιπλέον, η πολιτική πόλωση που επικράτησε μετά το 1977 μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας (Ν.Δ και ΠΑ.ΣΟ.Κ) αναφορικά με τις προτεραιότητες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, συνέβαλε στη δημιουργία μη βιώσιμων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χρεών, καθώς οι κυβερνήσεις, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις πολιτικές τους προτεραιότητες, κατέφευγαν τόσο σε νομισματική χρηματοδότηση όσο και σε δημόσιο δανεισμό, μεθόδους οι οποίες δεν συνεπάγονταν το άμεσο πολιτικό κόστος σημαντικών αυξήσεων της φορολογίας. Η τάση αυτή ενισχυόταν σε προεκλογικές περιόδους.

Σε αντίθεση με την περίοδο από το τέλος του εμφυλίου ως τη μεταπολίτευση, όπου μπορεί κανείς να αναφερθεί σε ένα ενιαίο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, μετά τη μεταπολίτευση δεν υπήρξε συνέχεια και συνέπεια στην οικονομική πολιτική. Όπως ήδη αναλύσαμε, μπορεί κανείς να διακρίνει τουλάχιστον έξι διαφορετικούς κύκλους οικονομικής πολιτικής, έξι διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα.

  1. Την περίοδο από τη μεταπολίτευση έως την ένταξη στην Ε.Ο.Κ.
  2. Τον κύκλο της αποσταθεροποίησης κατά τη δεκαετία του 1980
  3. Τον κύκλο των προσπαθειών σύγκλισης και προσαρμογής της δεκαετίας του 1990
  4. Τον κύκλο της οικονομικής ευφορίας μετά την ένταξη στην ζώνη του ευρώ το 2000
  5. Τον κύκλο της μεγάλης διεθνούς ύφεσης, των μνημονίων και της μεγάλης καθίζησης μεταξύ 2008 και 2018.
  6. Την περίοδο μετά τα μνημόνια

Μακροοικονομικές Ανισορροπίες και Διαρθρωτικές Αδυναμίες

Σε μεγάλο βαθμό τόσο η μείωση των επενδύσεων όσο και των αποταμιεύσεων αντανακλούν το σύνολο των οικονομικών στρεβλώσεων που επικράτησαν μετά τη μεταπολίτευση. 

Μετά το 2010, η επιπλέον πτώση των επενδύσεων εξηγείται από τα προγράμματα προσαρμογής των μνημονίων και ήταν τόσο αίτιο όσο και αποτέλεσμα της μεγάλης καθίζησης της ελληνικής οικονομίας.

Οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις και στρεβλώσεις που επικράτησαν στην Ελλάδα μετά το 1974 διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: 

Πρώτον, μακροοικονομικές ανισορροπίες: Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες περιλαμβάνουν δημοσιονομικές ανισορροπίες, νομισματική αστάθεια και αβεβαιότητα και εξωτερικές ανισορροπίες, λόγω της χαμηλής διεθνούς ανταγωνιστικότητας και του χάσματος μεταξύ αποταμίευσης και επενδύσεων. 

Δεύτερον, διαρθρωτικές στρεβλώσεις: Οι διαρθρωτικές στρεβλώσεις περιλαμβάνουν στρεβλώσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, εργασίας, χρήματος και κεφαλαίου, τα προβλήματα του δημόσιου τομέα, του φορολογικού συστήματος και του συστήματος πρόνοιας και του εκπαιδευτικού συστήματος.

Επενδύσεις και Οικονομική Ανάπτυξη

Οι δυσμενείς μακροοικονομικές, δημοσιονομικές και νομισματικές εξελίξεις στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση είχαν σημαντικές επιπτώσεις στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, οι οποίες είχαν αποτελέσει την κύρια ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης στην περίοδο πριν τη μεταπολίτευση. Η εξέλιξη των επενδύσεων πριν και μετά τη μεταπολίτευση παρουσιάζεται στο Γράφημα 6.

Γράφημα 6 Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου, 1948-2024

Στην εικοσιπενταετία πριν τη μεταπολίτευση, το ποσοστό των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στο ΑΕΠ ήταν στο 26%. Στα πενήντα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση διαμορφώθηκε μόλις στο 17,3%. Στην περίοδο δε μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε μόλις στο 15,8%.

Η δυσμενής εξέλιξη των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ήταν συνδυασμός στρεβλώσεων που οδήγησαν σε μείωση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, της χαμηλής παραγωγικότητας και διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας καθώς και της μεγάλης πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας που επικράτησε για μεγάλα διαστήματα στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση. Σε μεγάλο βαθμό αντανακλά το σύνολο των οικονομικών στρεβλώσεων που επικράτησαν μετά τη μεταπολίτευση.

Η μεγάλη μείωση των επενδύσεων μετά τη μεταπολίτευση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τη μείωση του ποσοστού οικονομικής μεγέθυνσης μετά το 1974, αλλά και τη μεγάλη καθίζηση της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελούν έναν από τους κυριότερους προσδιοριστικούς παράγοντες του κατά κεφαλήν εισοδήματος και της εξέλιξης του.

Κατανάλωση και Αποταμιεύσεις

Αντίστοιχα αρνητική πορεία είχαν μετά τη μεταπολίτευση και οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις. Το Γράφημα 7 απεικονίζει το ποσοστό της συνολικής και της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ.

Γράφημα 7 Ιδιωτική και Δημόσια Κατανάλωση, 1948-2024

Στα είκοσι πέντε χρόνια πριν από την αλλαγή του καθεστώτος του 1974, το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ ήταν 57,9% και μειωνόταν συνεχώς. Έτσι, οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις ήταν υψηλές και αυξάνονταν συνεχώς σε σχέση με το ΑΕΠ. Στα πενήντα χρόνια μετά το 1974, το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης σε σχέση με το ΑΕΠ αυξανόταν συνεχώς και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 64,3%. Την περίοδο δε μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη ήταν ακόμη υψηλότερο, και διαμορφώθηκε στο 68,0% του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει σημαντική και συνεχή μείωση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων.

Η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκε επίσης ελαφρώς, από 19,1% του ΑΕΠ την περίοδο 1950-1974 σε 19,8% κατά την περίοδο 1975-2024. Την περίοδο μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη σταθεροποιήθηκε στο 19,6% του ΑΕΠ.

Η μείωση των αποταμιεύσεων ήταν αποτέλεσμα των στρεβλώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, της νομισματικής αστάθειας για μεγάλες περιόδους, των χαμηλών πραγματικών επιτοκίων και της αύξησης της φορολογίας. 

Η μείωση των αποταμιεύσεων σε σχέση με τις επενδύσεις είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των εξωτερικών ανισορροπιών, όπως τα πρώτα χρόνια μετά την είσοδο της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ.

Δημοσιονομικές Ανισορροπίες

Ο κυριότερος προσδιοριστικός παράγων των δυσμενών δημοσιονομικών εξελίξεων μετά τη μεταπολίτευση υπήρξε η ταχεία αύξηση των πρωτογενών δημοσίων δαπανών, προκειμένου να προωθηθούν οι αναδιανεμητικές προτεραιότητες και η επέκταση της κρατικής δραστηριότητας και του κοινωνικού κράτους, κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980.

Πριν τη μεταπολίτευση, οι πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες ήταν κατά μέσο όρο στο 18,8% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μία ελαφρώς ανοδική τάση. Οι δαπάνες για τόκους του δημοσίου χρέους, το οποίο ήταν εξαιρετικά χαμηλό στο 11% του ΑΕΠ, βρίσκονταν κατά μέσο όρο στο 0,4% του ΑΕΠ. Οι δαπάνες καλύπτονταν από τα δημόσια έσοδα, με αποτέλεσμα το δημοσιονομικό ισοζύγιο να μην παρουσιάζει έλλειμμα. Υπήρχαν βεβαίως κάποιες δαπάνες εκτός του προϋπολογισμού, όπως ο λογαριασμός αγροτικών προϊόντων, οι οποίες συντελούσαν στη βραδεία αύξηση του δημοσίου χρέους.

Μετά τη μεταπολίτευση, και ιδίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι δημόσιες δαπάνες και το δημόσιο χρέος παρουσίασαν εκρηκτική άνοδο, καθώς τα δημόσια έσοδα δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των συνεχώς αυξανόμενων δαπανών. Οι προσπάθειες προσαρμογής της δεκαετίας του 1990 επιβράδυναν αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις, χωρίς όμως να τις ανατρέψουν. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι στην εικοσιπενταετία πριν την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ οι δημόσιες δαπάνες διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στο 31,2% του ΑΕΠ, το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα στο 7,7% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος στο 58,6% του ΑΕΠ. Οι δυσμενείς δημοσιονομικές εξελίξεις συνεχίστηκαν και μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, έως την κρίση χρέους του 2010, όταν σταδιακά άρχισαν να αντιμετωπίζονται. Παρόλα αυτά, λόγω της μεγάλης οικονομικής καθίζησης της περιόδου 2010-2016, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε υπέρμετρα σε σχέση με το ΑΕΠ και στην περιόδο των μνημονίων, και εξακολουθεί να αποτελεί ένα μεγάλο βάρος για την ελληνική οικονομία.

Είναι προφανές ότι οι ταχύτερες αυξήσεις των πρωτογενών δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ συνέβησαν στη δεκαετία του 1980 και αμέσως μετά τη διασφάλιση της ένταξης της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ (βλ. Γράφημα 8). 

Γράφημα 8 Δαπάνες και Έσοδα Γενικής Κυβέρνησης, 1950-2024

Τα σταθεροποιητικά προγράμματα των περιόδων 1986-1988, 1991-1994, 2005-2007 και 2010-2018 επιβράδυναν την άνοδο των πρωτογενών δημοσίων δαπανών. Οι δαπάνες για τόκους του δημοσίου χρέους άρχισαν να αυξάνονται σταδιακά από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, κυρίως λόγω της ταχείας συσσώρευσης δημοσίου χρέους. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι δαπάνες για τόκους συνέχισαν να αυξάνονται και λόγω της ανόδου των ονομαστικών και πραγματικών επιτοκίων που προκλήθηκε μετά την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. 

Στην περίοδο 1995-1999 υπήρξε μεγάλη μείωση των δαπανών για τόκους, λόγω της μείωσης των ονομαστικών επιτοκίων. Έκτοτε, λόγω της συμμετοχής της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ οι δαπάνες για τόκους δεν παρουσίασαν ιδιαίτερη αύξηση σε σχέση με το ΑΕΠ. Τα δημόσια έσοδα, παρά το ότι παρουσίασαν και αυτά μία ανοδική τάση, υπολείπονταν τόσο των συνολικών όσο και των πρωτογενών δημοσίων δαπανών για το σύνολο σχεδόν της μεταπολιτευτικής περιόδου. 

Μόνο στις περιόδους 1994-2001, 2015-2019 και 2023-2024 υπήρξαν πρωτογενή πλεονάσματα. Τα πρωτογενή πλεονάσματα της περιόδου της σύγκλισης μετατράπηκαν σε ελλείμματα την περίοδο 2002-2004 λόγω των αυξήσεων των πρωτογενών δαπανών και των φορολογικών ελαφρύνσεων της περιόδου αμέσως μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ. Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα της περιόδου 2005-2007 επιβράδυνε αυτές τις τάσεις αλλά τα πρωτογενή ελλείμματα διευρύνθηκαν και πάλι κατά τη διάρκεια της μεγάλης παγκόσμιας ύφεσης της περιόδου 2008-2009, λόγω της λειτουργίας των αυτόματων σταθεροποιητών και του εκλογικού κύκλου. Μετά την κρίση χρέους του 2010 υπήρξε δημοσιονομική προσαρμογή αρχικά λόγω της αύξησης των εσόδων και, μετά το 2012, της μείωσης των πρωτογενών δημοσίων δαπανών. 

Το μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα της εικοσιπενταετίας 1950-1974 ήταν 0,04% του ΑΕΠ, ενώ το μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα της περιόδου μετά τη μεταπολίτευση ήταν 6,8% του ΑΕΠ (βλ. Γράφημα 9).

Γράφημα 9 Ισοζύγιο Γενικής Κυβέρνησης, 1950-2024

Αξίζει να επισημανθούν τα ακόλουθα:

Πρώτον, το πόσο χαμηλό ήταν το δημοσιονομικό ανισοζύγιο (έλλειμμα) πριν το 1981. Στην περίοδο 1975-1980 το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ήταν μόλις στο 2,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Στην περίοδο αυτή η δημοσιονομική πολιτική καθοριζόταν ακόμη με κριτήριο την οικονομική και νομισματική σταθερότητα, όπως συνέβαινε και πριν τη μεταπολίτευση. 

Δεύτερον, η συνεχής επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου στη δεκαετία του 1980, με έξαρση στις εκλογικές χρονιές 1981, 1985, 1989 και 1990. 

Τρίτον, η μεγάλη βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου στην περίοδο 1991-1994, η οποία όμως δεν προκάλεσε αντίστοιχη βελτίωση του συνολικού ισοζυγίου. Ο λόγος για τον οποίο δεν προκλήθηκε και αντίστοιχη βελτίωση του συνολικού δημοσιονομικού ισοζυγίου ήταν η σταδιακή απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η οποία οδήγησε σε άνοδο των ονομαστικών και πραγματικών επιτοκίων, λόγω του υψηλού ελληνικού πληθωρισμού και των προσδοκιών υποτίμησης του νομίσματος.

Τέταρτον, η σημαντική βελτίωση του συνολικού δημοσιονομικού ισοζυγίου στην περίοδο 1995-1999, χωρίς όμως επιπλέον προσαρμογή του πρωτογενούς ισοζυγίου. Η βελτίωση του συνολικού ισοζυγίου βασίστηκε αποκλειστικά στη μείωση των δαπανών για τόκους. Αυτή προκλήθηκε από τη μείωση των ονομαστικών επιτοκίων λόγω της πτώσης του πληθωρισμού και των πληθωριστικών προσδοκιών που προκαλούσε η περιοριστική νομισματική πολιτική. 

Πέμπτον, η μεγάλη επιδείνωση τόσο του πρωτογενούς όσο και του συνολικού δημοσιονομικού ισοζυγίου, αμέσως μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη το 2000 και έως το 2004, η οποία εν μέρει μόνο διορθώθηκε από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της περιόδου 2005-2007 που εφάρμοσε η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή. 

Έκτον, η μεγάλη και ταχεία επιδείνωση τόσο του πρωτογενούς όσο και του συνολικού ισοζυγίου, μετά την εκδήλωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και ύφεσης το 2008-2009. Η επιδείνωση αυτή συνέβη και πάλι τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. 

Έβδομον, η εξαιρετικά αργή σε σχέση με την αρχική επιδείνωση βελτίωση τόσο του πρωτογενούς όσο και του συνολικού δημοσιονομικού ισοζυγίου, παρά την υιοθέτηση των διαδοχικών προγραμμάτων εμπροσθοβαρούς δημοσιονομικής προσαρμογής μετά το 2010.

Τα στοιχεία για την εξέλιξη του χρέους της γενικής κυβέρνησης παρουσιάζονται στο Γράφημα 10, και επιβεβαιώνουν και αυτά τα συμπεράσματα στα οποία έχουμε ήδη καταλήξει.

Γράφημα 10 Ακαθάριστο Χρέος Γενικής Κυβέρνησης, 1950-2024

Από μόλις 11% του ΑΕΠ την εικοσιπενταετία πριν τη μεταπολίτευση, το 1999 είχε φθάσει σε επίπεδα της τάξης του 100% του ΑΕΠ, από όπου, αφού σταθεροποιήθηκε για μερικά χρόνια, μετά την κρίση χρέους του 2010 και τη μεγάλη καθίζηση της ελληνικής οικονομίας εκτινάχθηκε σε επίπεδα της τάξης του 180% του ΑΕΠ. Η μεγάλη αύξηση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ συνέβη σε δύο περιόδους: την δεκαετία του 1980 και την περίοδο της μεγάλης διεθνούς ύφεσης και της καθίζησης της ελληνικής οικονομίας, 2009-2013. Είναι ενδιαφέρον ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέβηκε τόσο την εποχή της δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης της δεκαετίας του 1980, όσο και και στην απαρχή της περιόδου της έντονης δημοσιονομικής προσαρμογής μετά το 2010. Μεταξύ 1992 και 2008, το δημόσιο χρέος είχε κατά βάση σταθεροποιηθεί σε σχέση με το ΑΕΠ. Σημαντική, αλλά προσωρινή όπως αποδείχθηκε, αύξηση υπήρξε και μετά την κρίση της πανδημίας.

Νομισματικά Καθεστώτα και Συναλλαγματική Ισοτιμία

Η εξέλιξη της ισοτιμίας της δραχμής απέναντι στο δολάριο έως την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, και μετά από αυτήν η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου παρουσιάζονται στο Γράφημα 11.

Γράφημα 11 Ισοτιμίες Δραχμής και Ευρώ έναντι του Δολαρίου

Μεταξύ 1948 και 1954 η δραχμή είχε υποτιμηθεί έναντι του δολαρίου κατά 83,3%, από 5 (νέες) δραχμές ανά δολάριο το 1948 σε 30 δραχμές ανά δολάριο το 1954. Μεταξύ 1954 και 1973 η ισοτιμία δραχμής-δολαρίου παρέμεινε σταθερή στις 30 δραχμές ανά δολάριο, στα πλαίσια του διεθνούς συστήματος του Bretton Woods. Η πολιτική αυτή συνετέλεσε στη διατήρηση χαμηλού πληθωρισμού, στα όρια του διεθνούς πληθωρισμού. Μετά τις υποτιμήσεις του δολαρίου έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων και του γιεν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, επειδή η δραχμή παρέμεινε συνδεδεμένη με το δολάριο, στην ουσία υποτιμήθηκε και αυτή απέναντι στα ευρωπαϊκά νομίσματα και το γιεν, με αποτέλεσμα την άνοδο του πληθωρισμού, ιδιαίτερα κατά την τριετία 1972-1974.

Μετά τη μεταπολίτευση η σύνδεση με το δολάριο εγκαταλείφθηκε και υιοθετήθηκε η πολιτική των σταδιακών υποτιμήσεων της ισοτιμίας του νομίσματος απέναντι σε ένα καλάθι νομισμάτων, το οποίο περιλάμβανε τα νομίσματα των κυριοτέρων εμπορικών εταίρων της Ελλάδας στον Ο.Ο.Σ.Α, ώστε να αντισταθμίζεται η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και των εμπορικών της εταίρων. Η πολιτική αυτή, η οποία είναι γνωστή ως πολιτική της διολίσθησης της ισοτιμίας, σε συνδυασμό με τη νομισματική χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την αλληλουχία υπερβολικών μισθολογικών αυξήσεων, αυξήσεων τιμών, αλλά και περιοδικών εφάπαξ υποτιμήσεων του νομίσματος οδήγησε σε μεγάλη και επίμονη αύξηση του πληθωρισμού, ειδικά κατά τη δεκαετία του 1980. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 υιοθετήθηκε η πολιτική της ‘σκληρής δραχμής’, καθώς οι υποτιμήσεις υπολείπονταν της διαφοράς πληθωρισμού της Ελλάδας με τους εμπορικούς της εταίρους, ενώ από το 2000 η δραχμή αντικαταστάθηκε από το ευρώ.

Μεταξύ 1973 και του τέλους της δεκαετίας του 1980 η δραχμή είχε υποτιμηθεί έναντι του δολαρίου κατά περίπου 80%. Το 1990 η μέση ισοτιμία της δραχμής ήταν 158,5 δραχμές ανά δολάριο, από 30,0 δραχμές ανά δολάριο κατά το 1974. Μεταξύ 1990 και 2000, τη χρονιά της ένταξης της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ η δραχμή είχε υποτιμηθεί κατά ένα επιπλέον 57% περίπου και η ισοτιμία της είχε διαμορφωθεί στις 365,4 δραχμές ανά δολάριο. Μετά την υιοθέτηση του ευρώ η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου διαμορφωνόταν πλέον στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος.

Η σχέση μεταξύ ρυθμού υποτίμησης της σταθμισμένης ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και διαφοράς πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και των εμπορικών της εταίρων πριν και μετά τη μεταπολίτευση παρουσιάζεται στο Γράφημα 12.

Γράφημα 12 Ποσοστό Υποτίμησης και Πληθωρισμός, 1955-2024

 Επικεντρωνόμαστε στην περίοδο μετά τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1954, και διακρίνουμε πέντε αλληλοδιάδοχα καθεστώτα νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής. 

  1. Το καθεστώς της συμμετοχής της δραχμής στο σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods (1955-1973), 
  2. Το αρχικό καθεστώς της διολίσθησης έως το 1982 (1974-1989),
  3. Το καθεστώς των υποτιμήσεων και της ταχείας διολίσθησης (1983-1989) 
  4. Το καθεστώς της ‘σκληρής δραχμής’ (1990-1999) 
  5. Το καθεστώς της συμμετοχής της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ (2000-2024).

Η σταθμισμένη πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της Ελλάδας έναντι της ΕΕ-15, η οποία συνδέεται αντίστροφα με τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, απεικονίζεται στο Γράφημα 13.

Γράφημα 13 Σταθμισμένη Πραγματική Συναλλαγματική Ισοτιμία

Κατά την περίοδο της σύγκλισης, 1992-1999, η πραγματική πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία έναντι της ΕΕ-15, με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ULC), εκτιμάται ότι ανατιμήθηκε σχεδόν κατά 25%. Ακόμη χειρότερα, με την ένταξη στην ευρωζώνη, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας συνέχισε να επιδεινώνεται, λόγω του γεγονότος ότι οι μισθολογικές αυξήσεις και ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παρέμειναν πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ μέχρι την οικονομική κρίση του 2010. Έτσι, μέχρι το 2009, η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία είχε ανατιμηθεί κατά 19% επιπλέον. Η συνολική υπερτίμηση της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας το 2009 σε σύγκριση με το 1992 ήταν ίση με 44%.

Ένα μεγάλο μέρος αυτής της υπερτίμησης, περίπου το μισό, διορθώθηκε μετά τα προγράμματα προσαρμογής της δεκαετίας του 2010 και ειδικότερα την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης μέσω μειώσεων μισθών. Ωστόσο, η σταθμισμένη πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της Ελλάδας συνεχίζει να είναι υπερτιμημένη σε σχέση με το 1992. Μία από τις μεσοπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι να διορθώσει αυτή την υπερτίμηση.

Ένταξη στην Ε.Ε και τη Ζώνη του Ευρώ

Ποιες ήταν όμως οι γενικότερες οικονομικές συνέπειες για την Ελλάδα από την ένταξη της στην Ε.Ο.Κ το 1981 και στη ζώνη του ευρώ το 2001;

Η ένταξη στην Ε.Ο.Κ το 1981, παρά τις θετικές προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, συνέπεσε με μία περίοδο μεγάλων αναταράξεων στη διεθνή οικονομία και την ελληνική οικονομική πολιτική και έτσι συνδέθηκε με το στασιμοπληθωρισμό των αρχών της δεκαετίας του 1980.

Μεγάλο μέρος της οικονομικής επιδείνωσης μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ οφείλεται και στο ότι η προετοιμασία της οικονομίας για τις ευκαιρίες της ένταξης υπήρξε ανεπαρκής, λόγω της μεσολάβησης της δικτατορίας, η οποία είχε οδηγήσει στο πάγωμα της συμφωνίας σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ του 1961, και της σύντομης περιόδου προσαρμογής μετά τη μεταπολίτευση.

Ωστόσο, και οι μεγάλες μεταβιβάσεις από την Ε.Ο.Κ μέσω των μεσογειακών προγραμμάτων και των υπόλοιπων κοινοτικών προγραμμάτων, όπως η κοινή αγροτική πολιτική και η κοινή περιφερειακή πολιτική, παρά τις βραχυχρόνια θετικές οικονομικές τους επιπτώσεις, για πολλά χρόνια λειτούργησαν ως καθαρές εισοδηματικές μεταβιβάσεις και ενισχύσεις, με αποτέλεσμα να συντελούν στην αναβολή και όχι στην επιτάχυνση των απαιτούμενων διαρθρωτικών προσαρμογών.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, λόγω της χαμηλής διεθνούς ανταγωνιστικότητας και των δημοσιονομικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας κατά την εποχή της ένταξης αλλά και μετά.

Σε κάθε περίπτωση, οι ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν πολύ διαφορετικής φύσης, αν και σαφώς χειρότερες, από αυτές που αντιμετώπισαν και οι υπόλοιπες οικονομίες στην περιφέρεια της ευρωζώνης. 

Επιπλέον, το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας καθορίστηκε από το τι συνέβαινε στην υπόλοιπη ευρωζώνη, αλλά και καθόριζε με τη σειρά του και τις ευρύτερες εξελίξεις. Η ελληνική κρίση του 2010 δεν οφείλεται μόνο στις θεσμικές και μακροοικονομικές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας αλλά και στις θεσμικές αδυναμίες της ίδιας της ευρωζώνης.

Δυστυχώς, λόγω των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, από την ένταξη της Ελλάδας στην E.O.K το 1981, η εξέλιξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε-15, δηλαδή των χωρών της Ε.Ε πριν από τη διεύρυνση του 2004 ήταν θλιβερή. Τα σχετικά στοιχεία απεικονίζονται στο Γράφημα 14, το οποίο επιβεβαιώνει ότι η επιδείνωση των οικονομικών επιδόσεων της Ελλάδας μετά το 1974 δεν ήταν μόνο απόλυτη αλλά και σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ε.Ε.

Γράφημα 14 Το Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ως Ποσοστό της ΕΕ-15

Μετρούμενο σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ), το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας το 1980, λίγο πριν την ένταξη στην Ε.Ο.Κ, ήταν στο 90,8% του μέσου όρου της Ε.Ε-15. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας συνέκλινε με την υπόλοιπη Ε.Ε για ολόκληρη την περίοδο πριν από το 1974 και είχε σταθεροποιηθεί μεταξύ της μεταπολίτευσης του 1974 και της ένταξης στην Ε.Ο.Κ. Μετά το 1981 άρχισε να αποκλίνει. Μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2000, είχε πέσει στο 74,2% του μέσου όρου της Ε.Ε-15. Τα πρώτα χρόνια μετά την είσοδο στη ζώνη του ευρώ άρχισε να αυξάνεται και πάλι. Το 2009, λίγο πριν την κρίση χρέους, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είχε αυξηθεί στο 85,2% του μέσου όρου της Ε.Ε-15. Μετά την κρίση χρέους και τη μεγάλη ύφεση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας κατέρρευσε, και ως αποτέλεσμα, τον τελευταίο χρόνο των μνημονίων, το 2018 είχε πέσει στο 61,3% του μέσου όρου της Ε.Ε-15, σχεδόν το ίδιο ποσοστό με τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μετά το τέλος των ‘μνημονίων’, και ιδιαίτερα μετά την πανδημία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας έχει μερικώς ανακάμψει. Το 2024 αναμένεται να είναι ίσο με το 66,9% του μέσου όρου της ΕΕ-15.

Το ακόμη χειρότερο είναι ότι από τη μεγάλη ύφεση της περιόδου μετά την κρίση χρέους, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είναι, σε όρους ΙΑΔ, το δεύτερο χαμηλότερο μεταξύ όλων των χωρών της Ε.Ε. Η μόνη οικονομία της Ε.Ε με χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι η Βουλγαρία.

Διαρθρωτικές Αδυναμίες της Ελληνικής Οικονομίας

Στο ευρύτερο οικονομικό πεδίο οι διαρθρωτικές και θεσμικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας παραμένουν μεγάλες και αφορούν σε έξι κυρίως περιοχές: 

  1. Αγορές Αγαθών και Υπηρεσιών
  2. Αγορά Εργασίας και οι Συλλογικές Διαπραγματεύσεις 
  3. Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα
  4. Δημόσια Διοίκηση και Δημόσιος Τομέας
  5. Φορολογικό και Προνοιακό Σύστημα
  6. Εκπαιδευτικό Σύστημα

Αυτές είναι και οι περιοχές στις οποίες θα πρέπει να επικεντρωθούν εφεξής οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις.

Σύνοψη του Οικονομικού Προβλήματος μετά τη Μεταπολίτευση

Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας στην περίοδο μετά τη  μεταπολίτευση του 1974 δεν ήταν τόσο πρόβλημα ανεπάρκειας οικονομικών πόρων όσο πρόβλημα ανεπάρκειας και αδυναμίας των πολιτικών θεσμών να προωθήσουν μακροχρόνια επωφελείς μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία. 

Πόροι υπήρξαν και μάλιστα σημαντικοί, τόσο λόγω των μεταβιβάσεων από την Ε.Ε όσο και λόγω του εξωτερικού δανεισμού. 

Ωστόσο, οι πολιτικοί θεσμοί της χώρας δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν την αποτελεσματική αξιοποίησή τους και την αποφυγή αποσταθεροποιητικών βραχυχρόνιων επιλογών της οικονομικής πολιτικής μέσω της προώθησης αναγκαίων οικονομικών μεταρρυθμίσεων.

Έτσι, το μεταπολιτευτικό θεσμικό καθεστώς της οικονομικής πολιτικής εξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό χωρίς μακροχρόνιο αναπτυξιακό σχεδιασμό, ως αποτέλεσμα μιας διαπάλης για μερίδια εισοδήματος μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων, με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις να προσπαθούν να ικανοποιήσουν αντικρουόμενους στόχους όπως η επανεκλογή τους, η ανάπτυξη, η απασχόληση, η αναδιανομή και η κοινωνική ειρήνη, μέσω μιας βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής χωρίς σαφείς και δεσμευτικούς κανόνες.

Προαπαιτούμενα για ένα Πρόγραμμα Εξωστρεφούς Ανάκαμψης

Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το αποδεχθεί ότι, παραμένοντας μέλος της ευρωζώνης θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτές τις μεγάλες διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας και να προσαρμόσει τη δημοσιονομική και διαρθρωτική της πολιτική με τρόπο που να συνδυάζει εφεξής την εσωτερική με την εξωτερική μακροοικονομική ισορροπία.

Το στοίχημα για την ελληνική οικονομία σήμερα, κατά και μετά την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την πανδημία του κορωνοϊού, είναι η υιοθέτηση ενός προγράμματος ανάκαμψης της οικονομίας το οποίο δεν θα βασίζεται στον υπερβολικό δανεισμό από το εξωτερικό. 

Για να επιτευχθεί αυτό είναι σημαντικό η ανάκαμψη να είναι εξωστρεφής, ώστε να μη συνοδευτεί με εκ νέου διεύρυνση των ελλειμμάτων του εξωτερικού ισοζυγίου, όπως συνέβη στη δεκαετία μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ. Επίσης, η ανάκαμψη θα πρέπει να επιδιωχθεί εντός της ζώνης του ευρώ, παρά τους περιορισμούς που συνεπάγεται η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν. 

Η έξοδος από το ευρώ δεν αποτελεί λύση, καθώς αφενός συνεπάγεται μεγάλους κινδύνους οικονομικής κατάρρευσης κατά τη διαδικασία της μετάβασης σε ένα, εκ των πραγμάτων, πιο αδύναμο εθνικό νόμισμα, και, πιο μεσοχρόνια, τον κίνδυνο επιστροφής στο στασιμοπληθωρισμό και την οικονομική αποσταθεροποίηση της δεκαετίας του 1980.

Πως μπορεί η Ελλάδα να αντιστρέψει τις αρνητικές αναπτυξιακές επιδόσεις της περιόδου της μεταπολίτευσης; Η πρόκληση για την Ελλάδα είναι να σχεδιάσει και να υιοθετήσει ένα μεσοχρόνιο πρόγραμμα πολιτικής βασισμένο σε μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς (supply side), το οποίο, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της συνολικής ζήτησης, θα επέτρεπε μια ταχύτερη και βιώσιμη ανάκαμψη, εντός των ορίων της ζώνης του ευρώ, χωρίς την επανεμφάνιση ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. 

Το μείγμα πολιτικής θα πρέπει να επικεντρωθεί σε περαιτέρω βελτιώσεις στην παραγωγικότητα και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και στην αύξηση των εγχώριων αποταμιεύσεων και επενδύσεων, μέσω φορολογικών, χρηματοοικονομικών και διαρθρωτικών παρεμβάσεων και μεταρρυθμίσεων.

Στόχευση ενός αποτελεσματικού προγράμματος πρέπει να είναι η βελτίωση της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και η ανάκαμψη των επενδύσεων και των αποταμιεύσεων που είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για μία νέα αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο αυτό θα πρέπει να γίνει χωρίς εκ νέου διεύρυνση των ελλειμμάτων του δημοσίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ως εκ τούτου το πρόγραμμα ανάκαμψης θα πρέπει να τηρήσει λεπτές ισορροπίες.

Προκειμένου να επιτευχθεί η διατηρήσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, απαιτείται πρωτίστως μια αξιόπιστη φορολογική μεταρρύθμιση φιλική προς τις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις, καθώς και τολμηρές μεταρρυθμίσεις στον ρόλο και στη λειτουργία των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, της αγοράς εργασίας, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του δημόσιου τομέα και του συστήματος παιδείας. 

Η φορολογική μεταρρύθμιση θα πρέπει να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη ή να συνδυαστεί με αντίστοιχη μείωση των πρωτογενών δαπανών του Δημοσίου. Αν συνδυαστεί και με περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους εκ μέρους των εταίρων μας αυτό θα είναι ένα επιπλέον θετικό στοιχείο. Οταν επιτευχθεί και εμπεδωθεί η ανάκαμψη, τότε θα δημιουργηθούν περιθώρια και για αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών που χαρακτήρισαν τα προγράμματα προσαρμογής.

Επιπλέον απαιτούνται μεσοπρόθεσμα χειρισμοί που θα ενισχύσουν την αξιοπιστία της ελληνικής πολιτείας έναντι των επενδυτών και των καταναλωτών, ώστε να ενισχυθούν οι άμεσες ξένες επενδύσεις, να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να ανακάμψει η κατανάλωση με βάση τα αυξημένα εισοδήματα και τα περιουσιακά στοιχεία των καταναλωτών και όχι τον εξωτερικό δανεισμό. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να ενταθούν οι αναπτυξιακές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών, όπως οι αποκρατικοποιήσεις, η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, με παράλληλο περιορισμό του οικονομικού ρόλου του κράτους στις επιτελικές και κοινωνικές του προτεραιότητες.

Παράλληλα υπάρχει επιτακτική ανάγκη για περαιτέρω και πολύ πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις των κανόνων και της λειτουργίας της ευρωζώνης. Αυτές θα πρέπει να επικεντρωθούν στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στη μεγαλύτερη ενοποίηση των κανόνων των αγορών εργασίας, στη δημιουργία ενός επαρκούς μόνιμου κοινού προϋπολογισμού και στην ενίσχυση των χρηματοοικονομικών εργαλείων της ΕΚΤ, ιδίως για την αντιμετώπιση κρίσεων.

Για να είναι αποτελεσματικό ένα μεσοχρόνιο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ανάκαμψης θα πρέπει να έχει συνέχεια και συνέπεια. Κάτι τέτοιο απαιτεί την υιοθέτησή του ως εθνικού σχεδίου από το ευρύτερο δυνατό πολιτικό φάσμα. Κανένα μεσοχρόνιο πρόγραμμα δεν μπορεί να επιτύχει αν κυριαρχούν αντικρουόμενες βραχυχρόνιες οικονομικές προτεραιότητες μεταξύ των κομμάτων εξουσίας και προσδοκίες ανατροπής του σε περίπτωση αλλαγής κυβέρνησης. Για το λόγο αυτό απαιτούνται και θεσμικές, ίσως και συνταγματικές, μεταρρυθμίσεις που θα επιβάλλουν στις κυβερνήσεις το σεβασμό των περιορισμών που απαιτεί η εξωτερική και η δημοσιονομική ισορροπία. 

Επιπλέον, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας θα πρέπει να ομονοήσουν και σε ένα πρόγραμμα ελάχιστων μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία της ευρωζώνης, και να το προωθήσουν ως θέσεις της Ελλάδος σε όλα τα ευρωπαϊκά φόρα στα οποία μετέχουν.

Σύνδεσμος στις Πλήρεις Διαφάνειες της Διάλεξης