Πλήρεις απαντήσεις του Γιώργου Αλογοσκούφη στον Πιέρρο Τζανετάκο για την εφημερίδα Καθημερινή, 12, Ιανουαρίου 2024.
Μία επιλογή από τις απαντήσεις αυτές δημοσιεύθηκε στα πλαίσια του ειδικού αφιερώματος της εφημερίδας Καθημερινή με τίτλο Κώστας Σημίτης: Η ζωή του και το αποτύπωμα της οκταετίας του.
_________________________________________
Λίγες ώρες μετά το θάνατο του Κώστα Σημίτη ήρθε στην επιφάνεια του δημόσιου διαλόγου ένα διαιρετικό σχήμα, υπέρ και κατά των πολιτικών και κυρίως των οικονομικών πεπραγμένων του. Αν θεωρήσουμε λίγο- πολύ γνωστά αυτά που θεωρούνται ως επιτεύγματα, ποια είναι κατά τη δική σας άποψη τα ελλείμματα και τα αρνητικά αποτελέσματα της διακυβέρνησης του;
Η εκδημία του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Σημίτη αποτελεί μια μεγάλη απώλεια για τη χώρα, ανεξάρτητα από πολιτικές τοποθετήσεις και διαφορές ή αδυναμίες της περιόδου της διακυβέρνησης του. Ο εκλιπών αφήνει ένα σημαντικό θετικό αποτύπωμα τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομική ζωή της χώρας. Άλλαξε προς το καλύτερο τόσο τη φυσιογνωμία του κόμματος του όσο και της δημόσιας ζωής γενικότερα. Η πρωθυπουργική θητεία του συνδέθηκε με σημαντικά γεγονότα όπως η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, με την αξιοπρεπή πολιτική του στάση, ο Κώστας Σημίτης κέρδισε το σεβασμό φίλων και αντιπάλων. Προσωπικά θεωρώ ότι παρά τις διαφορετικές αξιολογήσεις που υπάρχουν, και τις αναπόφευκτες αδυναμίες, η πολιτική του κληρονομιά εμπεριέχει στοιχεία που πρέπει να αξιοποιηθούν προς όφελος της χώρας τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.
Είναι γνωστή η πολιτική αντιπαράθεση για την απογραφή στην οποία προχωρήσατε ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Καραμανλή, με τα δύο κόμματα (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) να αλληλοκατηγορούνται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας έκτοτε. Σε τι βαθμό θα μπορούσε να πει κανείς ότι για την κακοδαιμονία της Ελλάδας της χρεοκοπίας ευθύνεται η διακυβέρνηση του Σημίτη (1996-2004);
Δεν θεωρώ πρέπον σε αυτές τις στιγμές πένθους για έναν πρώην πρωθυπουργό να επανέλθω στις αντιπαραθέσεις του παρελθόντος. Καμία από τις κυβερνήσεις των τριάντα χρόνων πριν από την κρίση δεν είναι απολύτως ανεύθυνη αλλά και καμία δεν είναι απολύτως υπεύθυνη για την κρίση. Οι ιστορικοί του μέλλοντος ίσως μπορέσουν να επιμερίσουν τις ευθύνες. Η κακοδαιμονία της ελληνικής οικονομίας προϋπήρχε της κυβέρνησης Σημίτη και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις αδυναμίες του μεταπολεμικού αναπτυξιακού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας αλλά και στην οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1980. Στη δεκαετία του 1990, η κυβέρνηση Σημίτη, όπως και η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και η τρίτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου που προηγήθηκαν, επιχείρησε να αντιμετωπίσει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και να την προετοιμάσει για την ένταξη της στη ζώνη του ευρώ. Σε αυτό πέτυχε μόνο μερικώς, όπως άλλωστε και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Έχω αναφερθεί διεξοδικά στα βιβλία που έχω εκδόσει τα προηγούμενα χρόνια (Πριν και Μετά το Ευρώ (2021). και Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση (2024), από τις εκδόσεις Gutenberg) στις αδυναμίες της πολιτικής της σύγκλισης, κυρίως αναφορικά με τη ατελή δημοσιονομική προσαρμογή και την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για το πως αυτές οι σημαντικές αδυναμίες και ανισορροπίες επιδεινώθηκαν τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη.
Ο Σημίτης είχε σφοδρούς εσωκομματικούς αντιπάλους. Αυτό συνέβαινε διότι παρενέβη στην ιδεολογία του κόμματος, επιχειρώντας να επιβάλει ένα πιο τεχνοκρατικό προφίλ και κυρίως μια οικονομική πολιτική εγκράτειας και λιτότητας με στόχο την επίτευξη των ευρωπαϊκών προ απαιτούμενων ή θα μπορούσε κανείς να πει ότι έτσι συμβαίνει στα κόμματα εξουσίας; Αν δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω ποιος/ποιοι άλλοι είναι οι λόγοι αυτής της βαθιάς εσωκομματικής αντιπαράθεσης;
Σε όλα τα πολιτικά κόμματα, αλλά κυρίως στα μεγάλα πολυσυλλεκτικά κόμματα της μεταπολίτευσης, όπως η Ν.Δ και το ΠΑΣΟ.Κ, συνυπάρχουν και συγκρούονται δύο τάσεις. Μία τάση μεταρρυθμιστική και μία τάση παραδοσιακή. Οι τάσεις αυτές έχουν διαφορετικές επιδιώξεις και διαφορετικά ακροατήρια. Ο Κώστας Σημίτης εκπροσωπούσε τη μεταρρυθμιστική τάση στο κόμμα του και είχε σημαντική συμβολή στην μετεξέλιξή του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 προς ένα πιο σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αυτό υπήρξε την εποχή εκείνη θετικό για την πολιτική και για την οικονομία της χώρας. Αρκεί να σκεφθεί κανείς το τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε υπάρξει αυτή η εξέλιξη. Αντίστοιχες διαιρέσεις, συγκρούσεις και μετεξελίξεις έχουν υπάρξει και στη Ν.Δ. Σε κάθε περίπτωση, η επικράτηση μίας από τις δύο αυτές τάσεις σε ένα κόμμα δεν σημαίνει την εξαφάνιση της άλλης, η οποία παραμένει εσωκομματική αντιπολίτευση προσβλέποντας στη μελλοντική δική της επικράτηση. Για αυτό και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι εσωκομματικές συγκρούσεις είναι πιο σφοδρές από ό,τι οι συγκρούσεις μεταξύ κομμάτων.
Συνολικά, ποια είναι η κληρονομιά του Σημίτη στο χώρο της κεντροαριστεράς, αλλά και ειδικότερα της Αριστεράς τις επόμενες δεκαετίες; Για παράδειγμα απομάκρυνε το ΠΑΣΟΚ από τις πρώτες μεταπολιτευτικές ιδέες του, θα μπορούσε να πει κανείς ότι άλλαξε, ίσως και μετάλλαξε το ΠΑΣΟΚ και προς ποια κατεύθυνση; Έχει αυτή η αλλαγή προβολές και επιπτώσεις στο σημερινό ΠΑΣΟΚ;
Δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για να μιλήσει αυθεντικά είτε για την κεντροαριστερά είτε για το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Μπορώ να τοποθετηθώ γενικότερα. Άλλωστε σε διαφορετικές εποχές τα πολιτικά κόμματα εκφράζουν διαφορετικές κοινωνικές προτεραιότητες και αυτό επηρεάζει τόσο την φυσιογνωμία όσο και την πολιτική τους. Η Ν.Δ του Κωνσταντίνου Καραμανλή εξέφρασε το αίτημα της αποκατάστασης και θεμελίωσης της δημοκρατίας, της εθνικής συμφιλίωσης και της ένταξης στην Ευρώπη. Το ΠΑΣΟ.Κ του Ανδρέα Παπανδρέου το αίτημα της κοινωνικής ενσωμάτωσης των αποκλεισμένων μετά τον εμφύλιο, της αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου και της δημιουργίας κοινωνικού κράτους. Η Ν.Δ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αλλά και το ΠΑΣΟ.Κ του Κώστα Σημίτη το αίτημα της φιλελευθεροποίησης και σταθεροποίησης της οικονομίας και της ένταξης στη ζώνη του ευρώ. Οι επόμενες κυβερνήσεις, τόσο του Κώστα Σημίτη όσο και του Κώστα Καραμανλή, το αίτημα της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου και της πραγματικής σύγκλισης μετά την ένταξη στην ευρωζώνη. Μετά ήρθε η κρίση να αναδείξει τις διαχρονικές μας αδυναμίες και η οποία μας πήγε πολλά χρόνια πίσω. Τώρα είμαστε σε μια νέα εποχή. Τα αιτήματα της αποκατάστασης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου μας και της ενίσχυσης της εθνικής μας ασφάλειας επανέρχονται εκ νέου μετά την κρίση. Αλλά υπάρχουν και νέες προτεραιότητες: το περιβάλλον, η μετανάστευση, οι επιπτώσεις του δημογραφικού, οι προκλήσεις των νέων τεχνολογιών και της τεχνητής νοημοσύνης. Η αντιμετώπιση τους απαιτεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία. Αυτό δεν είναι αποκλειστικό ζήτημα της σημερινής κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Θα ήταν θετικό κεντροδεξιά και κεντροαριστερά να μπορέσουν να βρουν κάποιες ελάχιστες πολιτικές συγκλίσεις, ώστε να υπάρξουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και η χώρα να προχωρήσει προς τα εμπρός. Είμαι βέβαιος ότι ο Κώστας Σημίτης θα θεωρούσε κάτι τέτοιο και δική του δικαίωση.
