Γιώργος Αλογοσκούφης

Μία συντομότερη μορφή αυτού του άρθρου, χωρίς τις αναφορές στα ίδια τα λόγια του Άνταμ Σμιθ, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Τα Νέα, στις 15 Φεβρουαρίου 2025.

______________________________________

Ο Άνταμ Σμιθ (Adam Smith), ο διανοητής του 18ου αιώνα και συγγραφέας του Πλούτου των Εθνών, του βιβλίου που θεμελίωσε την οικονομική επιστήμη, ήταν ισχυρός υποστηρικτής του ελεύθερου εμπορίου και αντιτάχθηκε στους δασμούς και στις πολιτικές προστατευτισμού που υποστήριζαν οι μερκαντιλιστές.

Ο Άνταμ Σμιθ πίστευε ότι οι χώρες πρέπει να εξειδικεύονται σε ό,τι παράγουν καλύτερα και να εμπορεύονται ελεύθερα με τις άλλες. Με τα δικά του λόγια, «Είναι το αξίωμα κάθε συνετού αφέντη μιας οικογένειας, να μην προσπαθεί ποτέ να φτιάξει στο σπίτι αυτό που θα του κοστίσει περισσότερο να φτιάξει παρά να αγοράσει… Αν μια ξένη χώρα μπορεί να μας προμηθεύσει ένα εμπόρευμα φθηνότερα από ότι μπορούμε να το φτιάξουμε εμείς οι ίδιοι, καλύτερα να το αγοράσουμε με κάποιο μέρος της παραγωγής της δικής μας βιομηχανίας.» (Πλούτος των Εθνών, Βιβλίο IV, Κεφάλαιο II).

Η ιδέα αυτή, η οποία στις αρχές του 19ου αιώνα εξειδικεύθηκε από τον πνευματικό διάδοχο του Νταίηβιντ Ρικάρντο (David Ricardo) ως η αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος, αποτέλεσε έκτοτε βασική αρχή για την οικονομική επιστήμη στα θέματα του διεθνούς εμπορίου. Αν σε κάτι σχεδόν ομονοούν οι σύγχρονοι οικονομολόγοι είναι στην αναγκαιότητα του όσο το δυνατόν πιο ελεύθερου διεθνούς εμπορίου.

Οι δασμοί θεωρούνταν από τον  Άνταμ Σμιθ ως εξαιρετικά αναποτελεσματικοί για μία σειρά από λόγους:

Πρώτον, διότι διαταράσσουν την ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών και την ροή των αγαθών και υπηρεσιών και εμποδίζουν το «αόρατο χέρι» να καθοδηγεί αποτελεσματικά τις αγορές.

Δεύτερον διότι οι δασμοί ωφελούν μια περιορισμένη ομάδα εγχώριων παραγωγών αγαθών και υπηρεσιών που ανταγωνίζονται τις εισαγωγές, σε βάρος των καταναλωτών συνολικά και των εξαγωγικών επιχειρήσεων.

Τρίτον, διότι οι δασμοί ενθαρρύνουν τα αντίποινα και τους εμπορικούς πολέμους βλάπτοντας το διεθνές εμπόριο και τη διεθνή οικονομία συνολικά.

Τέταρτον διότι οι δασμοί συνήθως προστατεύουν αναποτελεσματικούς οικονομικούς κλάδους από τον ανταγωνισμό και οδηγούν σε συνολική αναποτελεσματικότητα και στασιμότητα.

Σύμφωνα με τα λόγια του ‘Ανταμ Σμιθ, «Το συμφέρον του παραγωγού πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο για την προώθηση του συμφέροντος του καταναλωτή. Αλλά το να δίνεις το μονοπώλιο της εγχώριας αγοράς στα προϊόντα της εγχώριας βιομηχανίας, σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη τέχνη ή κλάδο, σημαίνει σε κάποιο βαθμό να κατευθύνεις τους ιδιώτες με ποιον τρόπο θα έπρεπε να χρησιμοποιούν τα κεφάλαιά τους και , σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, είναι είτε άχρηστο είτε βλαβερό.» (Πλούτος των Εθνών, Βιβλίο IV, Κεφάλαιο II).

Παρόλα αυτά, ο Άνταμ Σμιθ αναγνώριζε ορισμένες περιπτώσεις όπου οι δασμοί μπορεί να δικαιολογούνται. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η επιβολή τους για λόγους εθνικής ασφάλειας ή την προστασία κλάδων που συμβάλλουν σε αυτήν, είτε η προσωρινή επιβολή τους για την υποστήριξη ‘νηπιακών’ εθνικών βιομηχανιών με δυνατότητες ανάπτυξης, είτε η επιβολή τους για την αντιμετώπιση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών από τους ανταγωνιστές μιας χώρας.

Σχετικά με την εθνική άμυνα και την προστασία των βασικών βιομηχανιών, ο Σμιθ έγραψε: «Η άμυνα της Μεγάλης Βρετανίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον αριθμό των ναυτών και τη ναυτιλία της. Η Πράξη Ναυσιπλοΐας, επομένως, πολύ σωστά προσπαθεί να δώσει στους ναυτικούς και στη ναυτιλία της Μεγάλης Βρετανίας το μονοπώλιο του εμπορίου της χώρας τους.» (Πλούτος των Εθνών, Βιβλίο IV, Κεφάλαιο II).

Αναφορικά με τις ‘νηπιακές’ βιομηχανίες, ο Σμιθ πρότεινε ότι η ελευθέρωση του εμπορίου θα πρέπει να είναι σταδιακή, ώστε να αποφευχθεί η διακοπή της ανάπτυξης τους. «Η … περίπτωση, … απαιτεί να αποκατασταθεί η ελευθερία του εμπορίου μόνο με αργές διαβαθμίσεις, και με μεγάλη φειδώ και επιφυλακτικότητα.» (Πλούτος των Εθνών, Book IV, Chapter II).

Ως αντίποινα ενάντια στους αθέμιτους περιορισμούς του εξωτερικού εμπορίου από άλλες χώρες ο Σμιθ έγραψε: «Η επιβολή τέτοιων δασμών και απαγορεύσεων, επομένως, μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι θέμα συζήτησης. Τα αντίποινα αυτού του είδους, αν και μπορεί να μην είναι πάντα συνετή, μπορεί μερικές φορές να είναι μια αναγκαία πράξη πολιτικής.» (Πλούτος των Εθνών, Βιβλίο IV, Κεφάλαιο II).

Ο Τραμπ αναφέρεται συχνά στην εθνική ασφάλεια και στον αθέμιτο ανταγωνισμό (ειδικά από την Κίνα) ως λόγους για τους δασμούς του. Κατά συνέπεια, η κριτική του Άνταμ Σμιθ για την πολιτική του θα ήταν σκληρή αλλά θα σταματούσε λίγο πριν την απερίφραστη απόρριψη.

Προκειμένου να εξορθολογίσει τη δασμολογική του πολιτική ο Ντόναλντ Τράμπ χρησιμοποιεί επιχειρήματα, πολλά από τα οποία αμφισβητούν την επικρατούσα οικονομική σκέψη, η οποία εν πολλοίς βασίζεται στις ιδέες του Άνταμ Σμιθ. Οι δικαιολογίες του εμπίπτουν γενικά σε πέντε μεγάλες κατηγορίες:

1. Μείωση των εμπορικών ελλειμμάτων: Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι τα εμπορικά ελλείμματα σημαίνουν ότι η Αμερική «χάνει» από το παγκόσμιο εμπόριο, κάτι που θα διορθώσουν οι δασμοί μειώνοντας αυτά τα ελλείμματα. Ωστόσο, οι σύγχρονοι οικονομολόγοι, απορρίπτουν αυτήν την άποψη, καθώς τα εμπορικά ελλείμματα επηρεάζονται περισσότερο από μακροοικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν το ισοζύγιο επενδύσεων και αποταμιεύσεων σε μία οικονομία, όπως τα επιτόκια, παρά από την εμπορική πολιτική. Η απάντηση του Σμιθ αναφορικά με τα επιχειρήματα αυτού του τύπου μερκαντιλισμού είναι καταδικαστική: «Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι πιο παράλογο από αυτό το δόγμα του εμπορικού ισοζυγίου.», (Wealth of Nations, Βιβλίο IV, Κεφάλαιο III).

2. Προστασία της αμερικανικής παραγωγής και απασχόλησης: Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι οι προηγούμενες εμπορικές πολιτικές (όπως η NAFTA και η είσοδος της Κίνας στον ΠΟΕ) οδήγησαν σε απώλεια θέσεων εργασίας στην αμερικανική μεταποίηση, την οποία οι δασμοί του θα ανατρέψουν. Οι επικριτές του αντιτείνουν ότι, ενώ οι δασμοί μπορεί να προστατεύουν προσωρινά ορισμένες θέσεις εργασίας, αυξάνουν επίσης το κόστος για τις επιχειρήσεις που βασίζονται στις εισαγωγές και διαταράσσουν τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, οδηγώντας σε απώλεια θέσεων εργασίας αλλού.

3. Τιμωρία της Κίνας για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές όπως η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, η αναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας και οι παράνομες επιδοτήσεις. Ενώ πολλοί οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η Κίνα εμπλέκεται σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι δασμοί είναι ένα αμβλύ εργαλείο που πλήττει τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές των ΗΠΑ όσο βλάπτει την Κίνα.

4. Λόγοι Εθνικής Ασφάλειας: Ο Τραμπ δικαιολογεί τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο ως απαραίτητους για την εθνική ασφάλεια, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται ισχυρή εγχώρια προμήθεια αυτών των υλικών σε περίπτωση πολέμου ή γεωπολιτικής σύγκρουσης. Πολλοί είναι δύσπιστοι ως προς αυτό το σκεπτικό, θεωρώντας το ως προσχηματικό.

5. Ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Αμερικής: Ο Τραμπ βλέπει τους δασμούς ως διαπραγματευτικό εργαλείο για να αναγκάσει άλλες χώρες όπως η Κίνα σε καλύτερες εμπορικές συμφωνίες. Ωστόσο, οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι ενώ αυτή η τακτική μπορεί να λειτουργήσει σε επιχειρηματικές συμφωνίες, απέτυχε στο παγκόσμιο εμπόριο, οδηγώντας σε αντίποινα από άλλες χώρες.

Ενώ ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι οι δασμοί που επέβαλε κατά την πρώτη του θητεία ενίσχυσαν την παραγωγή στις ΗΠΑ και επανέφεραν θέσεις εργασίας, οι μελέτες δείχνουν ότι είχαν μικτές ή αρνητικές επιπτώσεις. Η αύξηση των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση επιβραδύνθηκε, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ επωμίστηκαν το κόστος των υψηλότερων τιμών και οι αγρότες επλήγησαν σκληρά, απαιτώντας δισεκατομμύρια σε κρατικές επιδοτήσεις.

Αν ζούσε ο Άνταμ Σμιθ είναι βέβαιο ότι θα καταδίκαζε τις δασμολογικές πολιτικές του Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι τελικά βλάπτουν την παγκόσμια οικονομική ευημερία καθώς και τους ίδιους τους παραγωγούς και καταναλωτές που επιδιώκουν να βοηθήσουν. Σύμφωνα με τα λόγια του Σμιθ, «Το εμπόριο, το οποίο θα έπρεπε φυσικά να είναι, μεταξύ των εθνών, όπως και μεταξύ των ατόμων, ένας δεσμός ένωσης και φιλίας, έχει γίνει η πιο γόνιμη πηγή διχόνοιας και εχθρότητας.» (Πλούτος των Εθνών, Βιβλίο IV, Κεφάλαιο III). Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι, σε συνδυασμό με τις άλλες πολιτικές του, οι εμπορικές πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ είναι επικίνδυνες όχι μόνο για τη διεθνή ευημερία αλλά και για την παγκόσμια ειρήνη.

Σύνδεσμος στο άρθρο στην εφημερίδα ΤΑ Νέα