Γιώργος Αλογοσκούφης

Το γράφημα της προηγούμενης εβδομάδας δείχνει την εξέλιξη και τις διακυμάνσεις των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στην Ελλάδα, σε σχέση με το ΑΕΠ. Τα στοιχεία προέρχονται από την τράπεζα στοιχείων AMECO της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την ΕΛΣΤΑΤ και είναι σε σταθερές τιμές.

Τα ερωτήματα αφορούσαν τις παρατηρήσεις σας αναφορικά με την εξέλιξη του ποσοστού των επενδύσεων, και τη σύνδεση της εξέλιξης αυτής με τις αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, το τι μπορεί να γίνει ώστε να αυξηθεί το ποσοστό των επενδύσεων στα επίπεδα στα οποία είχε διαμορφωθεί πριν τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 και την κρίση χρέους του 2010 ή και πιο πάνω και το τι μπορεί να γίνει ώστε η αύξηση των επενδύσεων στα προ της κρίσης επίπεδα να μην οδηγήσει εκ νέου σε επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Σύμφωνα με το ChatGPT 5, «Το γράφημα αποτυπώνει με μεγάλη καθαρότητα έναν από τους πιο κρίσιμους διαχρονικούς περιορισμούς της ελληνικής οικονομίας: τη μακροχρόνια αστάθεια και, μετά το 2010, τη διαρθρωτική καθίζηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ.

  1. Τι παρατηρούμε για την εξέλιξη των επενδύσεων
    (α) Υψηλές επενδύσεις στην περίοδο ταχείας σύγκλισης (1950–1973). Κατά την περίοδο του Σχεδίου Marshall και του συστήματος Bretton Woods, οι επενδύσεις κινούνται σταθερά πάνω από το 25% του ΑΕΠ, φθάνοντας συχνά το 30–33%. Πρόκειται για την περίοδο του «ελληνικού μεταπολεμικού θαύματος», με: ταχεία κεφαλαιακή συσσώρευση, βιομηχανική επέκταση, υψηλή αύξηση παραγωγικότητας και εισοδήματος.
    👉 Η σχέση επενδύσεων–ανάπτυξης είναι εδώ σαφώς θετική και αιτιώδης.
    (β) Απότομη πτώση μετά το 1974 και διαρθρωτική κάμψη (1974–1990). Μετά τη Μεταπολίτευση, το ποσοστό επενδύσεων υποχωρεί μόνιμα προς το 18–20% του ΑΕΠ. Η ένταξη στην ΕΟΚ (1981) δεν συνοδεύεται από επενδυτική αναζωογόνηση, λόγω: μακροοικονομικής αστάθειας, υψηλού πληθωρισμού, δημοσιονομικών ανισορροπιών, και περιορισμένης εξωστρέφειας.
    👉 Η ελληνική οικονομία μπαίνει σε φάση χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης.
    (γ) Προσωρινή ανάκαμψη πριν το ευρώ και κορύφωση προ κρίσης (1995–2007). Η πορεία προς την ΟΝΕ και η ένταξη στο ευρώ οδηγούν σε άνοδο των επενδύσεων στο 22–24% του ΑΕΠ. Όμως: μεγάλο μέρος αφορά κατασκευές και μη εμπορεύσιμους κλάδους, χρηματοδοτείται από εξωτερικό δανεισμό, και συνοδεύεται από διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
    👉 Υψηλές επενδύσεις, αλλά χαμηλής εξωτερικής βιωσιμότητας.
    (δ) Κατάρρευση μετά το 2010 και ατελής ανάκαμψη
    Με την κρίση χρέους, οι επενδύσεις καταρρέουν στο 10–12% του ΑΕΠ, επίπεδα ιστορικά χαμηλά.
    Η ανάκαμψη μετά το 2019 είναι υπαρκτή αλλά το 2024 το ποσοστό παραμένει σημαντικά κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα, και η απόσταση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης παραμένει μεγάλη.
    👉 Η οικονομία λειτουργεί ακόμη με ανεπαρκές κεφαλαιακό απόθεμα.
  1. Πώς συνδέεται η εξέλιξη των επενδύσεων με τις αναπτυξιακές επιδόσεις
    Η εμπειρία που συνοψίζει το γράφημα είναι καθοριστική:
    Χωρίς επενδύσεις άνω του 20–22% του ΑΕΠ δεν μπορεί να υπάρξει διατηρήσιμη σύγκλιση.
    Η μακροχρόνια υποεπένδυση μετά το 2010 εξηγεί: τη χαμηλή αύξηση παραγωγικότητας,
    τη βραδεία ανάκαμψη των μισθών και τη μετανάστευση εξειδικευμένου ανθρώπινου κεφαλαίου. Η Ελλάδα σήμερα αντιμετωπίζει όχι κυκλικό, αλλά διαρθρωτικό επενδυτικό έλλειμμα.
  1. Πώς μπορεί να αυξηθεί το ποσοστό επενδύσεων – και να είναι βιώσιμο
    (α) Ανάκτηση επιπέδων προ κρίσης (και υψηλότερα)
    Για να κινηθεί το ποσοστό επενδύσεων προς το 23–25% του ΑΕΠ, απαιτείται: Σταθερό και αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο, ταχεία απονομή δικαιοσύνης, προβλέψιμη φορολογία, και σταθεροί κανόνες χωροταξίας και αδειοδοτήσεων. Στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων απαιτείται ενεργός ρόλος των εμπορικών τραπεζών, μόχλευση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και βαθύτερη κεφαλαιαγορά. Απαιτείται επίσης μετατόπιση προς άυλες και τεχνολογικές επενδύσεις, R&D, ψηφιακές υποδομές, και ανθρώπινο κεφάλαιο.
    (β) Πώς αποφεύγεται νέα επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών
    Αυτό είναι το κρίσιμο δίδαγμα του 2000–2009. Η λύση δεν είναι λιγότερες επενδύσεις, αλλά διαφορετικές επενδύσεις: Επενδύσεις σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους (βιομηχανία, logistics, αγροδιατροφή υψηλής προστιθέμενης αξίας, εξαγώγιμες υπηρεσίες). Απαιτείται επίσης αύξηση εγχώριας αποταμίευσης, ώστε οι επενδύσεις να μη βασίζονται υπέρμετρα σε εξωτερικό δανεισμό. Απαιτείται επίσης ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης ώστε η αύξηση του κεφαλαίου να συνοδεύεται από αύξηση καθαρών εξαγωγών.
    👉 Μόνο έτσι οι υψηλότερες επενδύσεις θα είναι συμβατές με εξωτερική ισορροπία.

Συμπερασματικά, το γράφημα αφηγείται μια σαφή ιστορία: όταν η Ελλάδα επενδύει πολύ και παραγωγικά, αναπτύσσεται, όταν υποεπενδύει ή επενδύει στρεβλά ή βασίζεται στον εξωτερικό δανεισμό, παγιδεύεται σε κρίσεις.

Η πρόκληση της επόμενης δεκαετίας δεν είναι απλώς η ποσοτική αύξηση των επενδύσεων, αλλά η ποιοτική τους αναβάθμιση και η παράλληλη αύξηση των αποταμιεύσεων, ώστε η ανάπτυξη να είναι ταυτόχρονα: υψηλή, διατηρήσιμη, και εξωτερικά ισορροπημένη.»

Η κα. Τζωρτζήνη Βασιλάκη, για μία ακόμη φορά απέστειλε κάποιες παρατηρήσεις, οι οποίες επισυνάπτονται. Για την εξέλιξη των επενδύσεων ανά περίοδο αναφέρει τα εξής:

«1950 – 1973: Στην περίοδο του “Οικονομικού Θαύματος” οι ακαθάριστες επενδύσεις βρίσκονταν σε πολύ υψηλά επίπεδα (πάνω από το 25%-30% του ΑΕΠ), τα υψηλότερα που υπάρχουν στο γράφημα. Αυτό συνδέθηκε με τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ιστορία της χώρας, καθώς η Ελλάδα ανοικοδομούνταν μετά τον πόλεμο ( δύο από τους λόγους: Σχέδιο Μάρσαλ και έντονη αστικοποίηση).

1974 – 2008: Παρά την ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ και την Ευρωζώνη, οι επενδύσεις σταθεροποιήθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα από την προηγούμενη περίοδο (20%-23%). Η άνοδος πριν το 2008 τροφοδοτήθηκε κυρίως από τον τομέα των κατασκευών στον ιδιωτικό τομέα αλλά και τα μεγάλα έργα (Ολυμπιακοί Αγώνες), και όχι απαραίτητα από παραγωγικές επενδύσεις.

2010 – Σήμερα: Η κρίση χρέους προκάλεσε μια απότομη κατάρρευση των επενδύσεων, καθώς μειώθηκαν οι διαθέσιμοι πόροι των επιχειρήσεων αλλά και της γενικής κυβέρνησης που θα μπορούσαν να τις τροφοδοτήσουν, (μειώθηκαν κοντά στο 10%-11% του ΑΕΠ). Παρά την ανάκαμψη μετά το 2020, τα στοιχεία δείχνουν ότι παραμένουμε σημαντικά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τα προ κρίσης επίπεδα (επενδυτικό κενό).»

Παρατηρήσεις για το ζήτημα των επενδύσεων περιέχονται στα πρόσφατα βιβλία και άρθρα μου για την ελληνική οικονομία.

Για παράδειγμα, στο τελευταίο βιβλίο μου, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση (Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2024), Κεφάλαιο 11, σελ. 358-360, αναφέρω μεταξύ άλλων τα εξής:

«Η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα που προκλήθηκε από την έλλειψη συνέχειας και συνέπειας στην οικονομική πολιτική, τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές στρεβλώσεις της περιόδου μετά το 1974, υπονόμευσε την αξιοπιστία των κυβερνητικών δεσμεύσεων και είχε αρνητικές επιπτώσεις στις επενδύσεις και τις αποταμιεύσεις.

Οι υψηλές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, οι οποίες είχαν χρηματοδοτηθεί από εγχώριες αποταμιεύσεις είχαν αποτελέσει την κύρια ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης στην περίοδο πριν από τη μεταπολίτευση.

Στην εικοσιπενταετία πριν από τη μεταπολίτευση, το ποσοστό των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στο ΑΕΠ ήταν στο 26%. Στα πενήντα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση διαμορφώθηκε μόλις στο 17,3%. Στην περίοδο δε μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, διαμορφώθηκε μόλις στο 15,8%, καθώς έπεσε απότομα μετά τη μεγάλη παγκόσμια ύφεση της περιόδου 2008-2009 και την περίοδο μετά την ελληνική κρίση του 2010 και την εφαρμογή των προγραμμάτων των μνημονίων.

Η μεγάλη μείωση των επενδύσεων μετά τη μεταπολίτευση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τη μείωση του ποσοστού οικονομικής μεγέθυνσης μετά το 1974, αλλά και τη μεγάλη καθίζηση της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελούν έναν από τους κυριότερους προσδιοριστικούς παράγοντες του κατά κεφαλήν εισοδήματος και της διαχρονικής του εξέλιξης.

Η ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα τη σημαντική πτώση της εγχώριας αποταμίευσης.

Στα είκοσι πέντε χρόνια πριν από την αλλαγή του καθεστώτος του 1974, το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ ήταν 57,9% και μειωνόταν συνεχώς. Έτσι, οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις ήταν υψη-
λές και αυξάνονταν συνεχώς σε σχέση με το ΑΕΠ. Στα πενήντα χρόνια μετά το 1974, το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης σε σχέση με το ΑΕΠ αυξανόταν συνεχώς και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο
64,3%. Την περίοδο δε μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη ήταν ακόμη υψηλότερο και διαμορφώθηκε στο 68,0% του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει σημαντική και συνεχή μείωση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων.

Έτσι, η περίοδος μετά το 1974 συνδέθηκε με μείωση τόσο των επενδύσεων όσο και των αποταμιεύσεων. Η μείωση των επενδύσεων είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και η μείωση των αποταμιεύσεων σε σχέση με τις επενδύσεις είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των εξωτερικών ανισορροπιών, όπως τα πρώτα χρόνια μετά την είσοδο της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ.

Η δυσμενής εξέλιξη των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ήταν συνδυασμός στρεβλώσεων που οδήγησαν σε μείωση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, της χαμηλής παραγωγικότητας και διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας καθώς και της μεγάλης πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας που επικράτησε για μεγάλα διαστήματα στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση. Η μείωση των
αποταμιεύσεων ήταν αποτέλεσμα των στρεβλώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, της νομισματικής αστάθειας για μεγάλες περιόδους, των χαμηλών πραγματικών επιτοκίων και της αύξησης της φο-
ρολογίας.

Σε μεγάλο βαθμό τόσο η μείωση των επενδύσεων όσο και των αποταμιεύσεων αντανακλούν το σύνολο των οικονομικών στρεβλώσεων που επικράτησαν μετά τη μεταπολίτευση. Μετά το 2010, η επιπλέον πτώση των επενδύσεων εξηγείται από τα προγράμματα προσαρμογής των μνημονίων και ήταν τόσο αίτιο όσο και αποτέλεσμα της μεγάλης καθίζησης της ελληνικής οικονομίας.»

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (Κεφάλαιο. 12) κάνω μία σειρά από προτάσεις αναφορικά με το πως μπορούν να διορθωθούν οι μακροοικονομικές αδυναμίες και οι διαρθρωτικές στρεβλώσεις που εξακολουθούν να μαστίζουν την ελληνική οικονομία.

Πλήρεις Παρατηρήσεις της κας Τζωρτζήνης Βασιλάκη