Γιώργος Αλογοσκούφης
Αυτό το άρθρο βασίζεται στα σχόλια του συγγραφέα κατά την παρουσίαση του Χριστόφορου Πισσαρίδη στη δημόσια εκδήλωση του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics and Political Science, με τίτλο, Οι Οικονομικές Προκλήσεις για τη Νέα Ελληνική Κυβέρνηση, στις 5 Οκτωβρίου 2023.
Μία συνοπτική μορφή του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στις 27 Οκτωβρίου 2023.
______________________________________________________________________________
Η ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από τη βαθιά ύφεση του 2020 που προκλήθηκε από την πανδημία ήταν μια θετική εξέλιξη. Ωστόσο, για τα επόμενα χρόνια όλοι οι διεθνείς οργανισμοί αναμένουν σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Δεδομένου ότι νέα σύννεφα έχουν μαζευτεί πάνω από την παγκόσμια οικονομία και δεδομένων των διαρθρωτικών αδυναμιών τόσο της ευρωζώνης όσο και της ελληνικής οικονομίας, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο εφησυχασμός.
Για την Ελλάδα, μετά την αναδιάρθρωση του χρέους της το 2012, οι άμεσοι κίνδυνοι από ενδεχόμενη νέα διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση είναι περιορισμένοι. Μέχρι το 2032, το εξωτερικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα φέρει σχετικά χαμηλά επιτόκια, λόγω της αναδιάρθρωσης του 2012. Για το λόγο αυτό, αναμένεται με βεβαιότητα η μετάβαση στην επενδυτική βαθμίδα για τα ελληνικά ομόλογα. Ωστόσο, λίγες από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας έχουν αντιμετωπιστεί και η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική.
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ του Οκτωβρίου 2023, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εφησυχασμό.
Για την πενταετία 2024-2028, ο προβλεπόμενος μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι μόνο 1,4%. Ακόμη και το 2028, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας θα είναι μόλις 211,2 δισ. ευρώ του 2015, έναντι 239,7 δισ. κατά το 2007, πριν από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και την ελληνική κρίση του 2010. Είκοσι χρόνια μετά τις δίδυμες κρίσεις , το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας προβλέπεται να παραμένει 12% κάτω από το προ κρίσης επίπεδο (Γράφημα 1). Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2028 προβλέπεται επίσης να είναι χαμηλότερο από το ανώτατο όριο επίπεδο του το 2007, κατά 6,5%.
Η ανεργία αναμένεται να μειωθεί από 11,2% του εργατικού δυναμικού το 2023 σε 5,7% το 2028, που, αν συμβεί, θα είναι το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Σε μεγάλο βαθμό αυτό είναι αποτέλεσμα και της μείωσης της προσφοράς εργασίας, λόγω του δημογραφικού. Υπενθυμίζουμε ότι το ποσοστό ανεργίας είχε πέσει στο 7,8% του εργατικού δυναμικού το 2008, στην αρχή της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης (Γράφημα 2). Στη συνέχεια εξερράγη, ειδικά τα δύο πρώτα χρόνια μετά την κρίση του 2010.
Ο ετήσιος πληθωρισμός, που κορυφώθηκε στο 9,3% το 2022, προβλέπεται να μειωθεί από περίπου 4,0% το 2023 σε 2,8% το 2024 και να παραμείνει γύρω στο 2,0% μετά το 2025, αντανακλώντας την αντιπληθωριστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) (Γράφημα 3).
Η σημαντική διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η περαιτέρω διεύρυνσή του από τη στιγμή που η ελληνική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει από τη βαθιά ύφεση του 2020 είναι η πιο σαφής ένδειξη των διαρθρωτικών αδυναμιών που συνεχίζουν να μαστίζουν την ελληνική οικονομία.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να είναι στο 6,9% του ΑΕΠ το 2023, από 9,6% του ΑΕΠ το 2022. Στη συνέχεια προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται, αλλά προβλέπεται να παραμείνει πάνω από το 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2028 ( Γράφημα 4). Πρόκειται για μια πολύ ανησυχητική εξέλιξη, καθώς η κυριότερη αιτία της κρίσης δανεισμού του 2010 και της μεγάλης καθίζησης που ακολούθησε ήταν η ταχεία συσσώρευση εξωτερικού χρέους μέσω των επίμονων ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Οι προβλέψεις για το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι απογοητευτικές. Επιβάλλεται λοιπόν να καταβληθεί προσπάθεια για ταχύτερη ανάκαμψη και μεγαλύτερη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με αυτές τις προβλέψεις.
Μεσοπρόθεσμα, το πρόβλημα της ενίσχυσης της οικονομικής ανάκαμψης μέσω της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς και το πρόβλημα της ταχείας αποκλιμάκωσης του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, αποτελούν τις δύο κύριες προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής.
Πώς όμως θα επιτευχθεί ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη, σε μια περίοδο που ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται και μάλιστα ταχέως (Γράφημα 5).
Η κύρια εστίαση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης πρέπει να είναι στην ταχύτερη μείωση της ανεργίας, στην αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδίως νέων και γυναικών, στην αντιστροφή της μετανάστευσης ειδικευμένων νέων Ελλήνων και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της έρευνας και ανάπτυξης. Παράλληλα, πρέπει να επιχειρηθεί η σταδιακή ανατροπή των δυσμενών δημογραφικών τάσεων.
Η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής νέων και γυναικών στο εργατικό δυναμικό στη ζώνη του ευρώ. Η παροχή ισχυρών οικονομικών και κοινωνικών κινήτρων για την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ ακόμη και χωρίς αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας. Η αντιστροφή της ‘διαρροής εγκεφάλων’, μια τάση που ενισχύθηκε την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης μετά το 2010, θα έχει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα καθώς αυτοί οι ειδικευμένοι νέοι Έλληνες μετανάστες είναι πολύ πιο παραγωγικοί από τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο.
Αλλά ακόμη πιο σημαντικές είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και θα οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της τεχνικής προόδου. Το ποσοστό επενδύσεων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2010, βρίσκεται σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα (Γράφημα 6). Το ίδιο ισχύει και για τον ρυθμό αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας και της τεχνικής προόδου. Η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως την έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη, η οποία προτείνει αρκετές κατάλληλες μεταρρυθμίσεις οι οποίες, εάν εγκριθούν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νέα περίοδο υψηλής ανάπτυξης. Αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις έχουν προταθεί και στο βιβλίο μου Πριν και Μετά το Ευρώ (Εκδόσεις Gutenberg, 2021) αλλά και από άλλους οικονομολόγους.
Επιπλέον, με την Ελλάδα να μην μπορεί να καταφύγει σε υποτίμηση του νομίσματος λόγω της συμμετοχής της στην ευρωζώνη, η σταδιακή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας απαιτεί αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς που υπολείπονται του αθροίσματος του πληθωρισμού και του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Δεδομένου ότι στις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις του για την περίοδο 2024-2028, το ΔΝΤ προβλέπει για την Ελλάδα μέσο πληθωρισμό περίπου 2,0% και ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (πραγματικό ΑΕΠ ανά εργαζόμενο) περίπου 1,5%, προκειμένου να υπάρξει έστω και μία μικρή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, οι μέσες αυξήσεις των ονομαστικών μισθών δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 3% ετησίως για ολόκληρη την επόμενη πενταετία. Μόνο εάν υπάρξει ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη θα υπάρχουν περιθώρια για ταχύτερες αυξήσεις μισθών, χωρίς επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος, για να μειωθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι απαραίτητο να διατηρηθούν σχετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετά χρόνια και να επιδιωχθούν ταχύτεροι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας το δημόσιο χρέος ανέβηκε σε πάνω από το 200% του ΑΕΠ, τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να είναι υπερδιπλάσια της διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας για να παραμείνει το δημόσιο χρέος σε πτωτική τάση. Στις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις του για την πενταετία 2024-2028, το ΔΝΤ βασίζεται σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2-2,2% του ΑΕΠ, ξεκινώντας με πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ το 2024. Αυτά οδηγούν σε κλιμακωτή μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ από περίπου 180% του ΑΕΠ το 2022 σε 145% το 2028 (Γράφημα 7). Ταχύτερη από αυτό μείωση του δημοσίου χρέους απαιτεί είτε ταχύτερους ρυθμούς μεγέθυνσης του ονομαστικού ΑΕΠ είτε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
Το πρόβλημα της επίτευξης σημαντικής επιτάχυνσης της οικονομικής ανάπτυξης με ταυτόχρονη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας είναι η κύρια πρόκληση της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Η υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη σε σχέση με τις τρέχουσες προβλέψεις θα οδηγήσει επίσης σε ταχύτερη αποκλιμάκωση της ανεργίας και στην αναλογία του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Χρειάζονται τολμηρές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες μια κυβέρνηση με «ελεύθερα χέρια», όπως η σημερινή, δεν έχει λόγο να καθυστερήσει να προχωρήσει με τόλμη και αποφασιστικότητα. Το εκλογικό αποτέλεσμα προσφέρει μια ιστορική ευκαιρία για την κυβέρνηση και τη χώρα.
_________________________________________________________________________________
Σύνδεσμος στη συνοπτική μορφή του άρθρου στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 27 Οκτωβρίου 2023
Ακολουθεί Σύνδεσμος στην μαγνητοσκόπηση της εκδήλωσης του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics στο Λονδίνο στις 5 Οκτωβρίου 2023







