Γιώργος Αλογοσκούφης
Μία συντομευμένη μορφή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Το Βήμα, στις 27 Οκτωβρίου 2024, υπό τον τίτλο Διεύρυνση Ανισοτήτων.
Το άρθρο αυτό βασίζεται στο υπό έκδοση νέο βιβλίο του συγγραφέα Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση: Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2024.
_________________________________________________________________________________
Το πιο φτωχό 50 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού κερδίζει λιγότερο από το ένα δέκατο του συνολικού εισοδήματος και κατέχει μόλις το 2 τοις εκατό του συνολικού καθαρού πλούτου. Αυτή η ανισότητα οφείλεται κυρίως στις ανισότητες μεταξύ των χωρών, οι οποίες συμβάλλουν στα δύο τρίτα περίπου της παγκόσμιας εισοδηματικής ανισότητας. Επιπλέον, οι φτωχές χώρες δεν συγκλίνουν με τις πλούσιες χώρες με την πάροδο του χρόνου. Αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις οι εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των χωρών διευρύνονται.
Θεσμοί και Οικονομική Ανάπτυξη
Οι φτωχές χώρες διαφέρουν από τις πλούσιες αναφορικά με τους άμεσους προσδιοριστικούς παράγοντες της ανάπτυξης, όπως οι επενδύσεις, η αύξηση του πληθυσμού, η συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου και η παραγωγικότητα. Επιπλέον, διαφέρουν ως προς τη φύση και ποιότητα των πολιτικών και οικονομικών θεσμών – των ανθρώπινα επινοημένων περιορισμών, τόσο επίσημων όσο και άτυπων, που καθορίζουν τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλληλεπιδράσεις. Οι θεσμοί επηρεάζουν καθοριστικά τα κίνητρα για συσσώρευση φυσικού και ανθρωπίνου κεφαλαίου και για την υιοθέτηση καινοτομιών που επηρεάζουν την παραγωγικότητα και έτσι είναι οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες της ανάπτυξης.
Αυτά ήταν λίγο ως πολύ γνωστά και πριν από τις εργασίες των τριών οικονομολόγων στους οποίους απονεμήθηκε το φετινό βραβείο Νόμπελ στην οικονομική επιστήμη. Για παράδειγμα, ο Robert Solow βραβεύθηκε το 1987 για το θεωρητικό υπόδειγμα του που τόνιζε τη σημασία των επενδύσεων και της τεχνικής προόδου, ενώ ο Douglas North βραβεύθηκε το 1993 για την ιστορική ανάλυσή του αναφορικά με τη σημασία των θεσμών για την κινητροδότηση των διαδικασιών που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη.
Γιατί λοιπόν οι φτωχές χώρες απλώς δεν αντιγράφουν όσα έχουν κάνει οι πλούσιες χώρες αναφορικά με τις επενδύσεις, την τεχνική πρόοδο και τους θεσμούς προκειμένου να καλύψουν τις εισοδηματικές τους διαφορές με την πάροδο του χρόνου; Το φετινό βραβείο απονεμήθηκε σε τρεις μελετητές – τους Daron Acemoglu, Simon Johnson και JamesRobinson – των οποίων η έρευνα βοηθά στο να απαντηθεί αυτό το κρίσιμο ερώτημα.
Το κεντρικό συμπέρασμά τους είναι ότι οι θεσμοί διαμορφώνονται από κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες που εξαρτώνται από την κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση μιας χώρας η οποία και καθορίζει το ποιες κοινωνικές τάξεις ασκούν καθοριστική πολιτική επιρροή. Αυτοί που έχουν την de facto πολιτική επιρροή μπορούν είτε να διατηρήσουν το θεσμικό status quo, είτε να το αλλάξουν. Αν η διατήρηση του status quo είναι προς το συμφέρον τους, τότε οι θεσμοί θα παραμείνουν ως έχει, ακόμη και αν δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη. Αλλοιώς θα αλλάξουν. Η μεταβολή των θεσμών είναι μία αργόσυρτη διαδικασία ακόμη και αν αλλάξει η ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων.
Πολιτική, Οικονομία και Θεσμοί στην Πρόσφατη Ελληνική Ιστορία
Το έργο των βραβευθέντων αναφορικά με τη διαμόρφωση και τη σημασία των θεσμών βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα την πρόσφατη ιστορική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας.
Μετά την απελευθέρωση το 1944 η Ελλάδα βίωσε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Η ένταξη της στη Δύση στις απαρχές του ψυχρού πολέμου καθόρισε τόσο το αποτέλεσμα του εμφυλίου όσο και τη φύση των μεταπολεμικών πολιτικών και οικονομικών θεσμών. Η Ελλάδα είχε το πλεονέκτημα σημαντικής εξωτερικής βοήθειας μέσω του δόγματος Truman και του Σχεδίου Marshall, αλλά εισήγαγε και μία σειρά από πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς που ενίσχυσαν την οικονομική ανάπτυξη κατά την πρώτη εισοσιπενταετία μετά τον εμφύλιο. Ωστόσο, οι θεσμοί αυτοί, παρότι κοινοβουλευτικοί έως το 1967, δεν ήταν συμβατοί με την ισονομία, τη δίκαιη διανομή του εισοδήματος και τις ελευθερίες που επικράτησαν στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη, τόσο λόγω των πληγών που είχε δημιουργήσει ο εμφύλιος, όσο και λόγω των δημοκρατικών ελλειμμάτων του μεταμφυλιακού πολιτικού καθεστώτος και των εξωθεσμικών παρεμβάσεων των ‘ανακτόρων’ και του ‘ξένου παράγοντα’.
Οι μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις που δημιούργησε η οικονομική ανάπτυξη οδηγούσαν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 σε σταδιακή αμφισβήτηση των μετεμφυλιακών πολιτικών θεσμών, παρά τη συνεχιζόμενη ταχεία ανάπτυξη. Η αναδυόμενη μεσαία τάξη επεδίωκε να βγει από το πολιτικό περιθώριο και να δημιουργήσει νέους θεσμούς. Η επιβολή της δικτατορίας το 1967 ανέστειλε αυτές τις διαδικασίες, αλλά η κατάρρευση της το 1974 κάτω από το βάρος των εθνικών, πολιτικών και οικονομικών αδιεξόδων της, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μία μεγάλη θεσμική αλλαγή.
Με τη μεταπολίτευση του 1974, το προβληματικό μετεμφυλιακό πολιτικό καθεστώς υποκαταστάθηκε από μια γνήσια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η έμφαση στην ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη, τη νομισματική σταθερότητα, καθώς και ο αντικομμουνισμός, που χαρακτήριζαν το προηγούμενο καθεστώς υποκαταστάθηκε μετά τη μεταπολίτευση από ένα νέο σύστημα αξιών, κοινωνικών προτεραιοτήτων και θεσμών που έδινε έμφαση στις πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες, στην ισονομία, την αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, την προστασία της απασχόλησης και την εθνική συμφιλίωση. Ωστόσο, η επιδιώξη της οικονομικής ανάπτυξης και της νομισματικής σταθερότητας μπήκε εκ των πραγμάτων σε δεύτερη μοίρα.
Έτσι, μετά την αρχική ευφορία από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, την οικονομική ανάκαμψη από την ύφεση του 1974 και την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), πρόδρομο της σημερινής Ε.Ε., η περίοδος της μεταπολίτευσης συνδέθηκε με μεγάλα διαστήματα οικονομικής στασιμότητας, δημοσιονομικής και νομισματικής αστάθειας, ατελέσφορων οικονομικών μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών και επώδυνων οικονομικών κρίσεων. Όπως και η ένταξη στην ΕΟΚ, έτσι και η ένταξη στη ζώνη του ευρώ πραγματοποιήθηκε χωρίς να έχουν προηγηθεί οι απαιτούμενες θεσμικές προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις. Αποκορύφωμα των κρίσεων υπήρξε η «μεγάλη καθίζηση» της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2010- 2016, μετά τη μεγάλη διεθνή ύφεση της περιόδου 2008-2009, και την εφαρμογή των προγραμμάτων των μνημονίων.
Σε ένα νέο υπό έκδοση βιβλίο μου (Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση: Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2024) εξετάζω αναλυτικά αυτές τις εξελίξεις υπό το πρίσμα και των ιδεών των τριών μελετητών που βραβεύθηκαν με το φετεινό βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά.
Ένα από τα κεντρικά συμπεράσματα είναι ότι τα πολιτικά αντικίνητρα στις απαιτούμενες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και η συνακόλουθη απουσία δεσμευτικών για τις κυβερνήσεις θεσμών και κανόνων για την οικονομική πολιτική συνετέλεσαν καθοριστικά στις απογοητευτικές οικονομικές επιδόσεις της περιόδου μετά τη μεταπολίτευση, στην κρίση χρέους του 2010 και τη μεγάλη οικονομική καθίζηση της περιόδου 2010-2016, από την οποία η οικονομία ακόμη δεν έχει ανακάμψει. Αναλύονται επίσης οι βασικοί άξονες και οι πολιτικές προϋποθέσεις των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων προκειμένου να μπορέσει η χώρα να ξεπεράσει τα προβλήματα των τελευταίων δεκαετιών και να εισέλθει σε μια περίοδο υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Το Θεσμικό Πρόβλημα της Ελληνικής Οικονομίας
Ορισμένες κοινωνικές και οικονομικές ομάδες στην Ελλάδα μετά το 1974 έχουν εξασφαλίσει σημαντικά προνόμια που τους επιτρέπουν να επωφελούνται από σημαντικές προσόδους σε βάρος των υπολοίπων, ενώ το κόστος αυτών των προνομίων και προσόδων κατανέμεται ευρύτερα στην κοινωνία. Αυτές οι κοινωνικές ομάδες περιλαμβάνουν επιχειρηματικούς ομίλους σε μη ανταγωνιστικές βιομηχανίες, επαγγελματικές συντεχνίες, συνδικάτα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και άλλες.
Αν και καμία κοινωνική ομάδα ή κανένας παραγωγικός τομέας δεν κυριαρχεί πολιτικά, καθώς το πολιτικό σύστημα μετά το 1974 είναι με την ευρεία έννοια συμμετοχικό, πολλές κοινωνικές ομάδες έχουν τη δυνατότητα να προστατεύουν πολιτικά τα προνόμια και τις ρυθμίσεις που τους εγγυώνται αυτές τις οικονομικές προσόδους, δηλαδή έχουν εξασφαλίσει δικαίωμα αρνησικυρίας έναντι των μεταρρυθμίσεων.
Κάθε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα έχει λίγα να κερδίσει από μεταρρυθμίσεις που μειώνουν τις προσόδους άλλων κοινωνικών ομάδων, επομένως δεν τις υποστηρίζει. Ακόμη χειρότερα, κάθε κοινωνική ομάδα υπολογίζει ότι, αν συμφωνήσει σε μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν δυσμενώς άλλες κοινωνικές ομάδες, μπορεί αργότερα να βρεθεί στη θέση να υπερασπιστεί τα δικά της προνόμια χωρίς πολιτικούς συμμάχους. Από την άλλη, κάθε μεμονωμένη κοινωνική ομάδα έχει επαρκή κίνητρα και πολιτική δύναμη για να εμποδίζει τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες επηρεάζουν τα ειδικά προνόμια που έχει εξασφαλίσει.
Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν σημαντικό πολιτικό κόστος από μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν αρνητικά συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες βραχυπρόθεσμα, με το γενικότερο οικονομικό και κοινωνικό όφελος να αναμένεται συνήθως στο απώτερο μέλλον ή να διαχέεται στις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες με τρόπο από μικρό έως ασήμαντο για κάθε μία από αυτές. Με αυτά τα δεδομένα, οι κυβερνήσεις δεν έχουν πολιτικά κίνητρα για να υιοθετήσουν δύσκολες αλλά επωφελείς μεταρρυθμίσεις.
Σε αυτό συμβάλλει ο ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτικών κομμάτων για εξουσία, ο κομματισμός και η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, ο έλεγχος μεγάλου μέρους των μέσων ενημέρωσης από επιχειρηματικά συμφέροντα, η αυξημένη κομματική επιρροή των συνδικάτων του δημόσιου τομέα και η αδιαφορία ή ακόμα και ο φόβος της ευρύτερης κοινωνικής πλειοψηφίας όσον αφορά την προώθηση ευεργετικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων.
Κατά συνέπεια, η αλληλεπίδραση πολιτικών και οικονομικών θεσμών οδηγεί τελικά σε αδράνεια όσον αφορά τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική κοινωνία έχει εγκλωβιστεί σε μια αναποτελεσματική οικονομική και πολιτική ισορροπία, η οποία κάθε άλλο παρά ευνοεί τις μεταρρυθμίσεις που θα συνέβαλαν σε μεγαλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα και την ταχεία οικονομική ανάπτυξη.
Οποιαδήποτε απόπειρα μεταρρύθμισης, ακόμα κι αν επηρεάζει άμεσα μια μικρή μειοψηφία, συναντά την έντονη πολιτική αντίδραση των άμεσα θιγόμενων και την αδιαφορία, αν όχι την εχθρότητα, της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτός είναι ίσως ο κύριος λόγος για τον οποίο οι κοινωνικά επωφελείς μεταρρυθμίσεις δεν προχωρούν.
Πως θα Προχωρήσουν οι Μεταρρυθμίσεις
Είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει ελάχιστη πολιτική συναίνεση αναφορικά με την κατεύθυνση και το εύρος των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία και στο κράτος.
Οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις είναι ευρύτατες και αφορούν σε έξι τουλάχιστον περιοχές:
1. τη μη ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών αγαθών και υπηρεσιών,
2. τη δυσλειτουργική αγορά εργασίας,
3. το μη ανταγωνιστικό χρηματοπιστωτικό σύστημα,
4. τον αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα και τη γραφειοκρατία,
5. το φορολογικό και προνοιακό σύστημα,
6. το εκπαιδευτικό σύστημα.
Παρά τις κάποιες προσπάθειες από προηγούμενες κυβερνήσεις, τα μεγαλύτερα προβλήματα στους τομείς αυτούς δεν έχουν αντιμετωπιστεί.
Οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται συνεπάγονται βραχυχρόνιο κόστος, λόγω του ότι η εφαρμογή τους συνεπάγεται απώλειες για κάποιες κοινωνικές ομάδες. Ακόμη και αν αυτοί που θίγονται από τις επιμέρους μεταρρυθμίσεις αποτελούν μειοψηφία, οι απώλειες αυτές προκαλούν πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση που τις επιχειρεί. Από την άλλη, τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων κατά κανόνα δεν εμφανίζονται άμεσα, αλλά με την πάροδο του χρόνου. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης απέφευγαν κατά κανόνα τις δύσκολες αυτές αλλά επωφελείς μεταρρυθμίσεις, των οποίων το μεν κόστος θα επωμίζονταν οι ίδιες κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ενώ το όφελος κατά πάσα πιθανότητα θα εμφανιζόταν κατά τη θητεία των διαδόχων τους. Έτσι, λόγω και της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να προωθήσει πολιτικές συναινέσεις, η εκάστοτε κυβέρνηση επέλεγε τον δρόμο της ήσσονος μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, με εξαιρετικά δυσάρεστα αποτελέσματα για την οικονομία και τη χώρα.
Γιατί όμως η σημερινή κυβέρνηση να προωθήσει τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις που κατά κανόνα απέφυγαν οι προκάτοχοί της κατά τα τελευταία 35 χρόνια;
Ακριβώς λόγω της πολιτικής ηγεμονίας που έχει εξασφαλίσει, ιδιαίτερα μετά το αποτέλεσμα των εκλογών του 2023 και της κρίσης στην οποία έχουν περιέλθει τα κόμματα αντιπολίτευσης! Η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει τους περιορισμούς των προκατόχων της. Λόγω της πολιτικής της κυριαρχίας, η οποία πιστοποιήθηκε από το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του 2023, η κυβέρνηση έχει έναν ιδιαίτερα μακρύ πολιτικό ορίζοντα, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει μεσοπρόθεσμα προφανής αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική λύση. Μπορεί συνεπώς να προωθήσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις με τη βεβαιότητα σχεδόν ότι το βραχυχρόνιο πολιτικό τους κόστος δεν επαρκεί για την ανατροπή της, ακόμη και αν δεν μπορέσει να διασφαλίσει τη συναίνεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Με αυτή την έννοια, η ευκαιρία είναι ιστορική. Το ιδανικό βέβαια θα ήταν να υπάρξει και ελάχιστη συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, ώστε η θεμελίωση των μεταρρυθμίσεων να είναι σε πιο στέρεη βάση.
