Στο γράφημα της περασμένης εβδομάδας, το οποίο και επισυνάπτεται, παρουσιάστηκαν οι μεταπολεμικές αναπτυξιακές εξελίξεις στην Ελλάδα, διακρίνοντας μεταξύ της περιόδου της μεγάλης ανάπτυξης (έως το 1973), της στασιμότητας μετά το 1980, της ευφορίας μετά την είσοδο στη ζώνη του ευρώ, της μεγάλης καθίζησης μετά το 2010 και της κατοπινής αναιμικής ανάκαμψης. Το ερώτημα που τέθηκε ήταν «Πως νομίζετε ότι μπορεί να εξηγηθούν αυτές οι εξελίξεις και τι σημαίνουν για τη μελλοντική αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας;»

Από την Ταχεία Ανάπτυξη στη Στασιμότητα και τη Μεγάλη Καθίζηση

Στο ερώτημα αυτό απάντησε πολύ τεκμηριωμένα ο κ. Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, σπουδαστής του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), τον οποίο και ευχαριστώ. Γράφει ο κύριος Νικολόπουλος:

_________________________________________________________________________________________

«Η εξέλιξη της τάσης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας μπορεί να ερμηνευτεί με όρους του υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης του Solow και ως εκ τούτου να ιδωθεί ως η διαδοχή φάσεων μεταβολής των προσδιοριστικών παραγόντων αυτού (συσσώρευση κεφαλαίου, εργασία και απασχόληση, τεχνολογική πρόοδος).

Διακρίνονται τέσσερις φάσεις στο χρονικό διάστημα μέτρησης της μακρομεταβλητής του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος ως χρονοσειράς.

Η φάση της ταχείας ανάπτυξης (1944-1973):
Η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση χαμηλής αρχικής κεφαλαιακής έντασης, λόγω του Εμφυλίου Πολέμου και της ευρύτερης πολιτικής αναταραχής που είχε προηγηθεί (1944-1949), και συνεπώς σαν οικονομία μακριά από τη μακροχρόνια ισορροπία του δυνητικού προϊόντος της παρουσίασε αφετηριακά πολύ υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης· σε αυτό συνετέλεσαν πληθώρα παραγόντων. Πρώτον, η επανεπένδυση και παραγωγική ανασυγκρότηση μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ (προπαρασκευαστική φάση με το Δόγμα Τρούμαν 1947-1952) που στόχευσε σε δημόσια έργα και τη βιομηχανική οργάνωση της χώρας. Έπειτα παρατηρήθηκε κύμα αστικοποίησης και υπήρξε μεγάλη εισροή εργατικού δυναμικού από την ύπαιθρο στις πόλεις που σήμανε αύξηση της αποτελεσματικής εργασίας. Βέβαια, η άνθηση του διεθνούς εμπορίου και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων εκείνη την εποχή κατέστησε εφικτή την τεχνολογική διάχυση από την προηγμένη δύση στην ελληνική επικράτεια. Σε οικονομικούς όρους, ο θετικός ρυθμός μεταβολής του κεφαλαίου ανά εργαζόμενο επαυξημένος κατά την τεχνολογική πρόοδο οδήγησε σε ταχεία προσέγγιση της οικονομίας προς τη σταθερή κατάσταση της τάσης.

Η φάση της επιβράδυνσης (1974-1999):
Η είσοδος στη Μεταπολίτευση έφερε την οικονομία στην ώριμη φάση της και πιο κοντά στη λεγόμενη σταθερή κατάστασή της. Εξαιτίας του νόμου των φθινουσών αποδόσεων, το οριακό προϊόν του κεφαλαίου μειώνεται με την αύξηση της παραγωγής, και άρα αν υποτεθεί ίδια αποταμιευτική συμπεριφορά των Ελλήνων, αυτή αποδίδει αναλογικά χαμηλότερη ανάπτυξη. Οι παρεμβατικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν από τις κυβερνήσεις της εποχής (1980-1989) σε συνάρτηση με το παγκόσμιο οικονομικό κλίμα όπως διαμορφώθηκε (Κατάρρευση του συστήματος ισοτιμιών Bretton-Woods, 1η Πετρελαϊκή Κρίση και Στασιμοπληθωρισμός τη δεκαετία του 1970) οδήγησαν σε δημοσιονομική εκτροπή, με ραγδαία αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης και μείωση της επενδυτικής έντασης, εμφάνιση δομικών αγκυλώσεων και ακαμψιών στις αγορές εργασίας, χρήματος και κεφαλαίου και επιβράδυνση της ολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Παρά ταύτα, η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. (1979-1981) αντιστάθμισε εν μέρει τις αρνητικές συνέπειες της γενικευμένης θεσμικής αστάθειας στην οικονομία.

Η φάση της ευφορίας και της κρίσης (2000-2010):
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ο.Ν.Ε. (2001) επέτρεψε φθηνό εξωτερικό δανεισμό και αυξημένη εγχώρια κατανάλωση, χωρίς απαραίτητα ανάλογη αύξηση του παραγωγικού κεφαλαίου. Η ιδιωτική επένδυση μετατοπίστηκε σε μη παραγωγικούς τομείς (ακίνητα, υπηρεσίες) και η θετική μεταβολή στο απόθεμα κεφαλαίου δεν είχε αντίκρισμα στην παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού.Επιπροσθέτως, η παροδική άσκηση επεκτατικών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών σε συνάρτηση με τη μη έγκαιρη χάραξη των αναγκαίων σταθεροποιητικών πολιτικών σύγκλισης με την πραγματική τάση, δημιούργησε μια φούσκα ψευδο-ευημερίας από τη μεριά της ενεργούς ζήτησης που τροφοδοτήθηκε από ένα κλίμα ευφορίας και αισιόδοξων προσδοκιών και που αργότερα κατέρρευσε με τη χρεωκοπία της χώρας και την είσοδό της στα μνημόνια.

Η μεγάλη καθίζηση και η στασιμότητα (2011-2019):
Η Διεθνής Οικονομική Κρίση (2008-2009) και η Κρίση Χρέους στην Ευρώπη υπονομεύει φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, με άνευ προηγουμένου υποαπασχόληση και αποεπένδυση. Η υψηλή ανεργία συναθροιστικά με τη μαζική φυγή των νέων στο εξωτερικό μειώνει την εισροή της εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και επιδρά αρνητικά στην παράμετρο της τεχνολογικής προόδου. Ύστερα, η αποθάρρυνση της οριακής ροπής προς την καθαρή αποταμίευση συνεπάγεται την χαμηλή συσσώρευση κεφαλαίου. Επομένως το φυσικό σταθερό σημείο της οικονομίας μετατοπίζεται δραματικά προς το κάτω (όπως φαίνεται και στο διάγραμμα) και διαμορφώνει μια νέα ισορροπία χαμηλής συνολικής παραγωγικότητας. Η κρίση που διαδέχθηκε την ύφεση δείχνει ότι ο κύκλος δεν είναι απλώς μια βραχυχρόνια διακύμανση γύρω από την τάση, αφού μεσοπρόθεσμα δεν υπήρξε επιστροφή στο προηγούμενο δυναμικό επίπεδο.

Πιθανά συμπεράσματα για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας (2020-…):

Ενώ η οικονομία ανακάμπτει σε ονομαστικούς όρους – και οι περισσότεροι μακροοικονομικοί δείκτες συνηγορούν σε αυτό – οι θεμελιώδεις μεταβλητές του υποδείγματος που μελετούμε εδώ (αποταμίευση, παραγωγικότητα, τεχνολογία) δεν έχουν αποκατασταθεί πλήρως. Αυτή η προσέγγιση ενδέχεται να αποτελεί και μια μερική εξήγηση του γιατί το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολείπεται του ιστορικά υψηλού του επιπέδου (2007), αλλά και της συνολικής αδυναμίας σύγκλισης στους ευρωπαϊκούς μέσους. Η μακροχρόνια τάση παραμένει σχετικά επίπεδη, με την ανάπτυξη να εξαρτάται από βραχυχρόνιους δημοσιονομικούς κύκλους και τόνωση της εγχώριας οικονομίας από ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς πόρους. Ίσως, χωρίς επιπλέον δομικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, η δυναμική της μακροχρόνιας τάσης να είναι μόλις θετικά κεκλιμένη, όπως δείχνει.»

_________________________________________________________________________________________

Πρόκειται για μία εύστοχη και ώριμη απάντηση αναφορικά με τους άμεσους προσδιοριστικούς παράγοντες της οικονομικής μεγέθυνσης, όπως οι επενδύσεις φυσικού και ανθρωπίνου κεφαλαίου και η τεχνική πρόοδος, με βάση το υπόδειγμα του Solow.

Έθεσα επίσης το ίδιο ερώτημα στο ChatGPT, επισυνάπτοντας το γράφημα. Η απάντηση του έχει ως εξής:

_________________________________________________________________________________________

«Η πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνιστά ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, επιταχυνόμενης ανάπτυξης, κρίσεων και μετασχηματισμών. Όπως αποτυπώνεται και στο διάγραμμα, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε θεαματικά από το 1944 έως τις αρχές του 21ου αιώνα, με έντονες όμως διακυμάνσεις, πολιτικές τομές και κρίσιμες ιστορικές φάσεις.

Η ανάλυση αυτής της πορείας μπορεί να διακριθεί σε επτά κύριες περιόδους:


1. Εμφύλιος και άμεση μεταπολεμική περίοδος (1944–1952)

Στις αμέσως μεταπολεμικές δεκαετίες, η ελληνική οικονομία ξεκινά από εξαιρετικά χαμηλή βάση. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος (1944–1949) άφησαν πίσω τους κατεστραμμένες υποδομές, παραγωγικό δυναμικό σε ερείπια, υπερπληθωρισμό και βαθύτατη κοινωνική και πολιτική αστάθεια.

Το διάγραμμα δείχνει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι σχεδόν μηδενικό το 1944, αλλά σταδιακά αρχίζει να ανακάμπτει μετά το 1947. Καθοριστικής σημασίας υπήρξε η εφαρμογή του Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο προσέφερε στην Ελλάδα σημαντικούς πόρους σε συνάλλαγμα, τρόφιμα, μηχανήματα και τεχνική βοήθεια.

Η περίοδος 1946–1952 χαρακτηρίζεται ως «Σταθεροποίηση – Ανασυγκρότηση». Βασικοί στόχοι ήταν:

  • η σταθεροποίηση του νομίσματος και η τιθάσευση του υπερπληθωρισμού,
  • η αποκατάσταση βασικών υποδομών (ενέργεια, μεταφορές, λιμάνια, οδικά δίκτυα),
  • η αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού.

Η ανάπτυξη είναι μεν θετική αλλά σε χαμηλά επίπεδα. Η χώρα βρίσκεται ακόμη σε μεταβατικό στάδιο.


2. Περίοδος ταχείας ανάπτυξης (1953–1973)

Η επόμενη φάση, που στο διάγραμμα αποτυπώνεται με απότομη άνοδο, αποτελεί την πιο εντυπωσιακή περίοδο οικονομικής ανάπτυξης στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ φτάνει σε πολλές χρονιές το 6–7%.

Οι βασικοί παράγοντες της «ελληνικής οικονομικής απογείωσης» ήταν:

  1. Σταθεροποίηση νομισματικής πολιτικής με τη μεταρρύθμιση της δραχμής το 1953.
  2. Εξωστρεφές αναπτυξιακό μοντέλο που στηρίχθηκε στις εξαγωγές, τον τουρισμό, τη ναυτιλία και την εισροή συναλλάγματος από μετανάστες.
  3. Ιδιωτικές επενδύσεις και σημαντικές ξένες άμεσες επενδύσεις.
  4. Αναπτυξιακός ρόλος του κράτους μέσω έργων υποδομής και κινήτρων σε στρατηγικούς τομείς.

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται και από πολιτική σταθερότητα — παρά τις εντάσεις — και από σχετικά περιορισμένο δημόσιο χρέος. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ πλησιάζει τα επίπεδα χωρών της Νότιας Ευρώπης όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία.

Ωστόσο, το μοντέλο αυτό βασίζεται σε εκβιομηχάνιση με φθηνά εργατικά χέρια, σε περιορισμένη κοινωνική πολιτική και σε σημαντικές ανισότητες.


3. Μεταπολίτευση και επιβράδυνση (1974–1979)

Η δεκαετία του 1970 σημαδεύεται από την Μεταπολίτευση μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974 και από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση (1973).

Η ελληνική οικονομία, όπως φαίνεται στο διάγραμμα, εισέρχεται σε περίοδο επιβράδυνσης. Παρότι το ΑΕΠ συνεχίζει να αυξάνεται, η ταχύτητα ανάπτυξης μειώνεται. Η μετάβαση σε ένα νέο πολιτικό σύστημα με εκδημοκρατισμό και την εδραίωση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας δημιουργεί νέες κοινωνικές προσδοκίες και πιέσεις για κοινωνικές παροχές.

Η βιομηχανία, που αποτέλεσε κινητήρα ανάπτυξης τις προηγούμενες δεκαετίες, αρχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα ανταγωνιστικότητας, ενώ το κράτος παρεμβαίνει όλο και περισσότερο στην οικονομία.


4. Περίοδος στασιμοπληθωρισμού και δημοσιονομικής εκτροπής (1980–1989)

Τη δεκαετία του 1980, η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μια δύσκολη φάση. Το διάγραμμα δείχνει επιβράδυνση της αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Οι αιτίες είναι πολλαπλές:

  • Η έντονη αύξηση των δημοσίων δαπανών και των ελλειμμάτων.
  • Η χαμηλή παραγωγικότητα και η απώλεια ανταγωνιστικότητας.
  • Ο υψηλός πληθωρισμός (στασιμοπληθωρισμός).
  • Ο συνεχής δανεισμός για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων.

Παράλληλα, η Ελλάδα εντάσσεται στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (1981), γεγονός με μακροπρόθεσμες θετικές συνέπειες, αλλά και βραχυπρόθεσμες προκλήσεις προσαρμογής. Οι εισροές κοινοτικών πόρων (ΜΟΠ) αντισταθμίζουν εν μέρει τη μείωση της εγχώριας ανταγωνιστικότητας, χωρίς όμως να αλλάξουν το παραγωγικό υπόδειγμα.


5. Περίοδος σταθεροποίησης και σύγκλισης (1990–1999)

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα αρχίζει προσπάθειες σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών της και σύγκλισης με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, με απώτερο στόχο την ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).

Τα χαρακτηριστικά της περιόδου είναι:

  • Δημοσιονομική πειθαρχία και αποπληθωρισμός.
  • Μερική απελευθέρωση των αγορών.
  • Εκσυγχρονισμός του χρηματοπιστωτικού τομέα.
  • Προετοιμασία για την υιοθέτηση του ευρώ.

Η ανάπτυξη είναι σταθερή αλλά όχι θεαματική. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κινείται ανοδικά, ενώ οι μακροοικονομικές ανισορροπίες περιορίζονται.


6. Περίοδος οικονομικής ευφορίας και κρίσης (2000–2018)

Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001 σηματοδοτεί μια περίοδο έντονης οικονομικής ευφορίας. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ φτάνει στο ιστορικό του υψηλό λίγο πριν το 2008.

Η ανάπτυξη αυτή βασίζεται σε:

  • Ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης (χαμηλά επιτόκια, αφθονία ρευστότητας).
  • Δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις (π.χ. έργα υποδομής για τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004).
  • Ισχυρή κατανάλωση και πιστωτική επέκταση.

Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια υπήρχαν σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες:

  • Χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα.
  • Μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και υψηλό δημόσιο χρέος.
  • Ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Η Παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 επιδεινώνει δραματικά την κατάσταση, οδηγώντας την Ελλάδα σε βαθιά ύφεση.

Ακολουθεί η περίοδος των Μνημονίων (2010–2018), με:

  • Προγράμματα προσαρμογής και δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
  • Απότομη δημοσιονομική προσαρμογή και πολιτικές λιτότητας.
  • Μείωση ΑΕΠ κατά σχεδόν 25% σε πραγματικούς όρους.
  • Εκτίναξη της ανεργίας, ιδίως στους νέους.

Στο διάγραμμα, αυτή η περίοδος αποτυπώνεται με έντονη πτώση της γραμμής από το 2008 έως περίπου το 2016.


7. Μετά τα Μνημόνια – Προοπτικές (2019–2026)

Μετά το 2018, η ελληνική οικονομία αρχίζει σταδιακή ανάκαμψη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κινείται εκ νέου ανοδικά, αν και παραμένει κάτω από το προ κρίσης επίπεδο.

Τα χαρακτηριστικά της τρέχουσας φάσης είναι:

  • Δημοσιονομική σταθεροποίηση και πλεονάσματα.
  • Μείωση της ανεργίας.
  • Αύξηση των εξαγωγών και επενδύσεων.
  • Σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και στην αγορά εργασίας.

Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις:

  • Διαρθρωτικά προβλήματα παραγωγικού υποδείγματος.
  • Χαμηλή συνολική παραγωγικότητα.
  • Δημογραφική γήρανση και μεταναστευτική εκροή νέων.
  • Χρέος παραμένει υψηλό.

Οι προβλέψεις έως το 2026 δείχνουν σταθερή αλλά συγκρατημένη ανάπτυξη, εφόσον διατηρηθεί η μακροοικονομική ισορροπία και συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις.


Πολιτικοοικονομικές τομές και ιστορική συνέχεια

Στη βάση του διαγράμματος αποτυπώνονται οι πολιτικές περίοδοι:

  • Εμφύλιος (1944–1949)
  • Μετεμφυλιακή Δημοκρατία (1950–1966)
  • Δικτατορία (1967–1974)
  • Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία (1975–σήμερα)

Η μακροχρόνια ανοδική τάση του ΑΕΠ σχετίζεται άμεσα με την πολιτική σταθερότητα, την ένταξη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, και τις διεθνείς συγκυρίες. Κάθε πολιτική μετάβαση συνοδεύεται από οικονομική μετατόπιση — είτε προς ανάπτυξη είτε προς κρίση.


Διαρθρωτικές μεταβολές της ελληνικής οικονομίας

Η μεταπολεμική πορεία της ελληνικής οικονομίας χαρακτηρίζεται από μετασχηματισμό της παραγωγικής της δομής:

  • Από αγροτική οικονομία (1940–1950) σε βιομηχανική και τουριστική (1960–1970).
  • Από βιομηχανική σε οικονομία υπηρεσιών και κατανάλωσης (1980–2000).
  • Και πλέον, προσπάθεια επαναπροσανατολισμού προς καινοτομία, εξαγωγές και ψηφιακή οικονομία(μετά το 2010).

Συνολική αποτίμηση και διδάγματα

  1. Η ανοικοδόμηση μετά τον πόλεμο έδειξε τη σημασία της εξωτερικής βοήθειας και της εσωτερικής σταθερότητας για την ανάπτυξη.
  2. Η περίοδος ταχείας ανάπτυξης αναδεικνύει τις δυνατότητες ενός συντονισμένου αναπτυξιακού προγράμματος με σταθερότητα και εξωστρέφεια.
  3. Η περίοδος δημοσιονομικής εκτροπής υπενθυμίζει ότι η ανάπτυξη χωρίς παραγωγική βάση και δημοσιονομική πειθαρχία δεν είναι βιώσιμη.
  4. Η κρίση της δεκαετίας του 2010 δείχνει την ευαλωτότητα οικονομιών με διαρθρωτικά προβλήματα σε εξωτερικά σοκ.
  5. Η τρέχουσα φάση προτάσσει την ανάγκη μετασχηματισμού του παραγωγικού υποδείγματος, ενίσχυσης της καινοτομίας, της εξωστρέφειας και της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών.

Επίλογος

Η μεταπολεμική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι μια ιστορία δραματικών μεταβολών: από την καταστροφή στην ανοικοδόμηση, από την ταχεία ανάπτυξη στην κρίση, και από την κρίση στην ανάκαμψη.

Το διάγραμμα συνοψίζει μια πορεία σχεδόν ογδόντα ετών, κατά την οποία το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε πάνω από έξι φορές. Ωστόσο, αυτή η πορεία δεν ήταν γραμμική· χαρακτηρίστηκε από κύκλους ανάπτυξης και κρίσης, και από την κρίσιμη επίδραση πολιτικών και διεθνών εξελίξεων.

Το μεγάλο στοίχημα των επόμενων ετών είναι αν η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να σταθεροποιήσει μια βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά, ικανή να στηρίξει υψηλότερα επίπεδα ευημερίας, κοινωνικής συνοχής και ανταγωνιστικότητας, μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.»

_________________________________________________________________________________________

Μία Τρίτη Ευρύτερη Ερμηνεία

Μία τρίτη ευρύτερη ερμηνεία και ανάλυση επιχειρείται στο τελευταίο μου βιβλίο, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση: Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα, Εκδόσεις Gutenberg, 2024.

Η ανάλυση του ξεκινά από τις επισημάνσεις αυτές και επιχειρεί να εξηγήσει γιατί οι επενδύσεις μειώθηκαν μετά το 1974 και κυρίως μετά το 1980, γιατί αυξήθηκαν μετά την είσοδο στη ζώνη του ευρώ, γιατί εξακολουθούν και παραμένουν χαμηλές μετά την έξοδο από τα μνημόνια και γιατί η Ελλάδα δεν χαρακτηρίζεται από υψηλή τεχνική πρόοδο, η οποία να αυξάνει διαχρονικά τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών.

Επίσης, τονίζει και παράγοντες πέραν του υποδείγματος του Solow, όπως η μετακινήσεις από τη γεωργία στη μεταποίηση τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (υπόδειγμα οικονομικής ανάπτυξης του Lewis), τις αδυναμίες της ελληνικής μεταποίησης που συνέβαλαν στην περιορισμένη αντοχή της στη μείωση της δασμολογικής προστασίας μετά την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, καθώς και τις στρεβλώσεις της εγχώριας αναπτυξιακής πολιτικής, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των επενδύσεων και των αποταμιεύσεων.

Τέλος, τονίζει τις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος μετά τη μεταπολίτευση να ακολουθήσει μία εξωστρεφή αναπτυξιακή πολιτική και να προωθήσει επωφελείς οικονομικές μεταρρυθμίσεις λόγω του πολιτικού κόστους.

Σύνδεσμος στην απάντηση του κ. Κωνσταντίνου Νικολόπουλου

Σύνδεσμος στην απάντηση του ChatGPT 5

Σύνδεσμος στο βιβλίο του Γιώργου Αλογοσκούφη, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2024