Γιώργος Αλογοσκούφης
To άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Real News, την Κυριακή, 9 Νοεμβρίου 2025
___________________________________________________
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα, που συνδέεται με ιστορικές, θεσμικές και διαρθρωτικές αδυναμίες. Παρά τις περιόδους ταχείας μεγέθυνσης, όπως το μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα», την πρώτη πενταετία μετά τη μεταπολίτευση ή τη δεκαετία πριν την κρίση του 2010, η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα σταθερό και βιώσιμο αναπτυξιακό υπόδειγμα, ιδίως μετά την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από τη σύσταση του ελληνικού κράτους το 1830, η οικονομία λειτούργησε μέσα σε πλαίσιο περιορισμένων πόρων, μικρής εσωτερικής αγοράς και εξάρτησης από τον εξωτερικό δανεισμό. Η έλλειψη βιομηχανικής παράδοσης, η κυριαρχία της γεωργίας και η διοικητική ανεπάρκεια περιόρισαν τη δυνατότητα εκβιομηχάνισης. Οι επανειλημμένες δημοσιονομικές κρίσεις του 19ου αιώνα και η εξάρτηση από ξένες δυνάμεις ενίσχυσαν τη θεσμική αστάθεια και τον πελατειακό χαρακτήρα του κράτους.
Στον 20ό αιώνα, οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Κατοχή και ο Εμφύλιος κατέστρεψαν παραγωγικούς πόρους και καθυστέρησαν τη σύγκλιση με την Ευρώπη. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να ξαναρχίζει συχνά σχεδόν από το μηδέν.
Η περίοδος 1953–1973 υπήρξε η πιο επιτυχημένη οικονομικά: σταθερή νομισματική πολιτική, εισροή αμερικανικής βοήθειας, υψηλές αποταμιεύσεις και αναπτυξιακές επενδύσεις οδήγησαν σε εντυπωσιακούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Δημιουργήθηκε μία δυναμική μεσαία τάξη και αναπτύχθηκαν οι υποδομές και ο τουρισμός.
Ωστόσο, το υπόδειγμα αυτό στηρίχθηκε σε υποκατάσταση των εισαγωγών, εισαγόμενη τεχνολογία και περιορισμένη καινοτομία. Η ανάπτυξη δεν αποδείχθηκε διατηρήσιμη, ενώ το κράτος παρέμεινε αναποτελεσματικό και συγκεντρωτικό.
1. Από την ένταξη στην ΕΟΚ ως την κρίση του 2010
Η μεταπολίτευση του 1974 και η ένταξη στην ΕΟΚ (1981) προσέφεραν θεσμική σταθερότητα και κοινοτικούς πόρους. Όμως, η ελληνική βιομηχανία δεν άντεξε τη μείωση της δασμολογικής προστασίας με βάση την οποία είχε αναπτυχθεί, και η οικονομική πολιτική μετατράπηκε σε μηχανισμό αναδιανομής του εισοδήματος, κατανάλωσης και διορισμών. Η διόγκωση του δημόσιου τομέα και του δημοσίου χρέους, η χαμηλή παραγωγικότητα και ο πληθωρισμός ενίσχυσαν το αναπτυξιακό πρόβλημα.
Η δεκαετία του 1990 έφερε περιορισμένη δημοσιονομική προσαρμογή και την είσοδο στο ευρώ (2001), αλλά με υπερτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία και χωρίς ουσιαστική παραγωγική αναδιάρθρωση. Το φθηνό δανεικό χρήμα οδήγησε σε υπερκατανάλωση και εξωτερικά ελλείμματα, ενώ η διεθνής ανταγωνιστικότητα συνέχισε να υποχωρεί. Η κρίση του 2009 αποκάλυψε τις αντιφάσεις του αναπτυξιακού υποδείγματος: τεράστιο εξωτερικό χρέος, οικονομική καθίζηση κατά 25%, ανεργία και απώλεια παραγωγικού δυναμικού.
2. Διαρθρωτικά αίτια του προβλήματος ανάπτυξης
Παρά τα προγράμματα προσαρμογής της δεκαετίας του 2010, η Ελλάδα παραμένει δέσμια χρόνιων αδυναμιών:
- Χαμηλή παραγωγικότητα και ελλιπής σύνδεση εκπαίδευσης–παραγωγής.
- Μικρές επιχειρήσεις, συχνά οικογενειακές, χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαια.
- Βαριά γραφειοκρατία και αστάθεια πολιτικών.
- Πελατειακό κράτος και αργή δικαιοσύνη.
- Γήρανση πληθυσμού και «διαρροή εγκεφάλων».
- Αδύναμη βιομηχανική βάση, με υπερβολική εξάρτηση από υπηρεσίες και παραγωγή μη εμπορεύσιμων διεθνώς αγαθών.
Οι παράγοντες αυτοί περιορίζουν την ικανότητα της οικονομίας να καινοτομεί, να εξάγει και να δημιουργεί νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας.
3. Προοπτικές και νέες προκλήσεις
Μετά το 2018, η Ελλάδα επανήλθε σε τροχιά ανάκαμψης, ενώ το Ταμείο Ανάκαμψης προσέφερε ευκαιρίες για επενδύσεις στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία. Ωστόσο, η ανάπτυξη παραμένει αναιμική. Η επιτάχυνση της εξαρτάται από τη βελτίωση των θεσμών, τη μείωση της γραφειοκρατίας, την αύξηση των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων και την αναδιάρθρωση της παραγωγής.
Απαιτείται μία νέα στρατηγική που να στηρίζεται σε:
- Εκσυγχρονισμό του κράτους και σταθερό φορολογικό σύστημα.
- Αύξηση των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων, ιδιαίτερα σε εκπαίδευση, έρευνα και καινοτομία.
- Προώθηση εξαγωγικών κλάδων πέραν του τουρισμού.
- Περαιτέρω προώθηση πράσινης ενέργειας.
- Κοινωνική συνοχή και αξιοκρατία.
Μόνο με συνδυασμό θεσμικής συνέπειας, κοινωνικής συναίνεσης και εξωστρεφούς προσανατολισμού μπορεί η Ελλάδα να ξεπεράσει το αναπτυξιακό της πρόβλημα.
Συμπερασματικά, το πρόβλημα της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά βαθιά θεσμικό και πολιτικό. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι περίοδοι προόδου συνέπιπταν με νομισματική σταθερότητα, υψηλές αποταμιεύσεις και επενδύσεις και εξωστρεφή οικονομία. Οι κρίσεις συνδέονταν με θεσμικές αδυναμίες, υπερκατανάλωση και χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Η Ελλάδα καλείται να οικοδομήσει ένα νέο παραγωγικό πρότυπο, βασισμένο στις επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες, τη γνώση και την καινοτομία. Μια οικονομία λιγότερο εξαρτημένη από το κράτος και περισσότερο προσανατολισμένη στην ενίσχυση της αποταμίευσης, στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών βασισμένων στις νέες τεχνολογίες και στην εξωστρέφεια, μπορεί να διασφαλίσει μακροχρόνια ανάπτυξη και ευημερία. Βασική προϋπόθεση όμως είναι να προηγηθούν βαθιές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος και τους θεσμούς.
