Γιώργος Αλογοσκούφης
Το γράφημα της προηγούμενης εβδομάδας παρουσιάζει τη διαφορά πληθωρισμού της Ελλάδας από το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης των 12 και το ρυθμό υποτίμησης της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής (έως το 2000) και του ευρώ (μετά το 2001). Διακρίνονται τρεις διακριτές περίοδοι:
- Διολισθήσεις–Υποτιμήσεις (1971–1989)
- Πολιτική “Σκληρής Δραχμής” (1990–1999)
- Ένταξη–Συμμετοχή στη Ζώνη του Ευρώ (2000–2025)
Το ερώτημα που τέθηκε αφορούσε το πως μπορεί να ερμηνευτεί με βάση το γράφημα αυτό η σχέση μεταξύ υποτιμήσεων της σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της Ελλάδας και της διαφοράς του πληθωρισμού της από τον μέσο όρο των χωρών της ζώνης του ευρώ;
Σύμφωνα με το ChatGPT 5,
«Κατά τη δεκαετία του 1970 και ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Ελλάδα ακολούθησε μια ευέλικτη συναλλαγματική πολιτική, με συνεχείς διολισθήσεις και περιοδικές υποτιμήσεις της δραχμής. Η πολιτική αυτή είχε ως στόχο την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, οι συχνές υποτιμήσεις οδηγούσαν σε πληθωριστικές πιέσεις, καθώς αύξαναν το κόστος των εισαγόμενων αγαθών και πρώτων υλών. Το αποτέλεσμα ήταν ένας φαύλος κύκλος: οι υποτιμήσεις οδηγούσαν σε αύξηση του πληθωρισμού, η αύξηση του πληθωρισμού μείωνε την ανταγωνιστικότητα, και αυτό απαιτούσε νέες υποτιμήσεις. Στο γράφημα, αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από υψηλές και ασταθείς τιμές τόσο στη διαφορά πληθωρισμού όσο και στον ρυθμό υποτίμησης — με κορυφές άνω του 15–20%. Η συσχέτιση είναι θετική: υψηλές υποτιμήσεις συνοδεύονται από υψηλή διαφορά πληθωρισμού.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα εγκατέλειψε τη συχνή υποτίμηση και ακολούθησε μια πολιτική “σκληρής δραχμής”, στο πλαίσιο της προσπάθειας πληθωριστικής σύγκλισης με τις ευρωπαϊκές οικονομίες και της προετοιμασίας για την ένταξη στο ευρώ. Η πολιτική αυτή σήμαινε συγκράτηση του ρυθμού διολίσθησης και σταδιακή ενίσχυση της δραχμής. Παράλληλα, εφαρμόστηκαν αντιπληθωριστικές πολιτικές: δημοσιονομική πειθαρχία, αυστηρή νομισματική πολιτική και έλεγχος μισθολογικών αυξήσεων. Στο γράφημα, η διαφορά πληθωρισμού και ο ρυθμός υποτίμησης μειώνονται σταδιακά, πλησιάζοντας το 0% στο τέλος της δεκαετίας. Έτσι, η πολιτική σταθεροποίησης της δραχμής συνέβαλε στη μείωση του πληθωρισμού και στην προσέγγιση των ευρωπαϊκών κριτηρίων σύγκλισης, απαραίτητων για την είσοδο στην ΟΝΕ.
Μετά την ένταξη της Ελλάδας στη Ζώνη του Ευρώ (2001), η δραχμή έπαψε να υφίσταται, και άρα δεν υπάρχει πλέον μηχανισμός υποτίμησης. Η συναλλαγματική ισοτιμία είναι κοινή και σταθερή, αφού όλες οι χώρες χρησιμοποιούν το ευρώ. Κατά συνέπεια, η διαφορά πληθωρισμού εξαρτάται πλέον αποκλειστικά από τις εγχώριες τιμές και την ανταγωνιστικότητα κόστους, όχι από την ισοτιμία. Στο γράφημα, μετά το 2001, τόσο η διαφορά πληθωρισμού όσο και ο “ρυθμός υποτίμησης” κινούνται κοντά στο μηδέν, με μικρές διακυμάνσεις (ιδίως γύρω από τις κρίσεις του 2008 και 2010). Η εξαφάνιση της διαφοράς πληθωρισμού αντανακλά τη νομισματική ενοποίηση και την απώλεια ανεξαρτησίας της νομισματικής πολιτικής: η Ελλάδα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί υποτιμήσεις ως εργαλείο ανταγωνιστικότητας.
Το γράφημα δείχνει καθαρά μια θετική συσχέτιση μεταξύ των δύο μεταβλητών πριν από το 2000: Όσο υψηλότερος ο ρυθμός υποτίμησης, τόσο μεγαλύτερη η διαφορά πληθωρισμού Ελλάδας–Ευρωζώνης. Αντίστροφα, η μείωση των υποτιμήσεων (πολιτική “σκληρής δραχμής”) συνοδεύτηκε από σύγκλιση του πληθωρισμού με τις χώρες της Ευρώπης. Μετά το 2001, η συσχέτιση αυτή εξαφανίζεται λόγω της κοινής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και της σταθερής ισοτιμίας του ευρώ. Έτσι, η διαφορά πληθωρισμού οφείλεται κυρίως σε δομικούς παράγοντες ανταγωνιστικότητας, εγχώριες τιμές και παραγωγικότητα, όχι σε νομισματικές μεταβολές.»
Μία αρκετά εύστοχη ερμηνεία δίνει και η κ. Τζωρτζήνη Βασιλάκη, τελειόφοιτη του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η απάντηση της αποτελεί μία σύνθεση προσωπικών της γνώσεων και στοιχείων από το μάθημα Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας και το βιβλίο μου Ιστορικοί Κύκλοι της Ελληνικής Οικονομίας, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2021.
Για μία πλήρη ερμηνεία και ανάλυση του γραφήματος αυτού, σχετική είναι η ανάλυση στο τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Αλογοσκούφη, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση: Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2024, ιδιαίτερα στο τμήμα 5.4 του Κεφαλαίου 11 (σελ. 370-376).

