Γιώργος Αλογοσκούφης

Το γράφημα της προηγούμενης εβδομάδας δείχνει την εξέλιξη και τις διακυμάνσεις του προσαρμοσμένου ποσοστού των μισθών στην ελληνική οικονομία από το 1970 έως σήμερα. Τα στοιχεία προέρχονται από την τράπεζα στοιχείων AMECO της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφορούν το ποσοστό των μισθών σε σχέση με το ΑΕΠ μετρούμενο με βάση το κόστος των συντελεστών παραγωγής (προστιθέμενη αξία), προσαρμοσμένο για την αυτοαπασχόληση.

Προσαρμοσμένο Ποσοστό των Μισθών στην Ελλάδα, 1970-2025

Τα ερωτήματα που τέθηκαν αφορούσαν τη σύνδεση της εξέλιξης του ποσοστού των μισθών με τις ευρύτερες διαρθρωτικές αλλαγές της ελληνικής οικονομίας, τις μακροοικονομικές εξελίξεις και κρίσεις, τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και τους θεσμούς καθορισμού των μισθών.

Σύμφωνα με το GhatGPT 5, στο οποίο τέθηκαν τα ερωτήματα αυτά,

«Στις αρχές του 1970 το ποσοστό των μισθών ήταν αρκετά υψηλό (άνω του 63%), αλλά υποχώρησε έντονα μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Η πτώση αυτή συνδέεται με τις αυξημένες απαιτήσεις κερδών για την κάλυψη κόστους ενέργειας, την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, και την άνοδο πληθωρισμού.

Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση και ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το ποσοστό των μισθών αυξήθηκε σημαντικά, επανερχόμενο κοντά στο 62–63%). Αυτό συνδέεται με την επεκτατική εισοδηματική πολιτική, την ενίσχυση των συνδικάτων και τη μεγάλη δημοσιονομική επέκταση. Ωστόσο η αύξηση αυτή δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση παραγωγικότητας, οδηγώντας σε μακροοικονομικές ανισορροπίες.

Στην περίοδο 1985–1995, το ποσοστό μισθών μειώθηκε σημαντικά προς το ιστορικό χαμηλό 53% περίπου. Βασικές αιτίες ήταν η πολιτική σταθεροποίησης του 1985–1987 που περιόρισε τις αυξήσεις μισθών, η σταδιακή αποδυνάμωση συνδικάτων, η μετάβαση σε περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, η άνοδος της ανεργίας και ο χαμηλός ρυθμός αύξησης παραγωγικότητας. Αυτή η περίοδος σηματοδοτεί οικονομική αναδιάρθρωση που λειτούργησε υπέρ του κεφαλαίου.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 το ποσοστό των μισθών αρχίζει να αυξάνεται ξανά σταδιακά, και μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ το 2000 κινείται μεταξύ 58%–63%. Αυτό αντανακλά αυξήσεις μισθών πάνω από την παραγωγικότητα, ισχυρή ζήτηση σε μια οικονομία με χαμηλά επιτόκια μετά το ευρώ, σχετική στενότητα στην αγορά εργασίας, ιδίως στην περίοδο 2000–2007, και αύξηση της απασχόλησης. Το ανώτατο σημείο φτάνει περίπου το 2011–2012, στη διάρκεια της κρίσης, αλλά αυτό οφείλεται στον κατακόρυφο περιορισμό της παραγωγής, όχι σε αύξηση μισθών.

Από το 2012 μέχρι περίπου το 2020 παρατηρείται απότομη και επίμονη μείωση του wage share, που φτάνει κοντά στο 54–55%. Οι αιτίες σχετίζονται με την πολιτική των μνημονίων, όπως η εσωτερική υποτίμηση (μείωση κατώτατου μισθού, αναστολή συλλογικών συμβάσεων), κατάρρευση της συνολικής ζήτησης και της απασχόλησης, μεγάλη αύξηση της ανεργίας, αύξηση ευέλικτων μορφών εργασίας, μείωση της παραγωγικότητας, και χαμηλές επενδύσεις.

Μετά την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού, παρατηρείται μικρή ανάκαμψη κατά το 2021–2022, αλλά στη συνέχεια το ποσοστό των μισθών υποχωρεί ξανά προς το 54–55%. Αυτό αντανακλά τον υψηλό πληθωρισμό μετά την ενεργειακή κρίση, την καθυστέρηση προσαρμογής των μισθών, τη μεγάλη συμπίεση των πραγματικών εισοδημάτων, και την ταχεία αύξηση κερδών σε ορισμένους κλάδους της βιομηχανίας, στον τουρισμό και στην ενέργεια.

Η διαχρονική εξέλιξη και οι διακυμάνσεις του ποσοστού των μισθών επηρεάζεται κυρίως από τις διακυμάνσεις της παραγωγικότητας, το βαθμό ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων και τους θεσμούς καθορισμού των μισθών, και την οικονομική συγκυρία.

Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά,
μεγάλη κυκλική ευαισθησία μισθών, περιορισμένη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων μετά το 2010 και ολιγοπωλιακή διάρθρωση σε πολλούς κλάδους που οδηγεί σε υψηλά περιθώρια κέρδους.

Όλα αυτά συμπιέζουν το ποσοστό μισθών την τελευταία δεκαετία.»

Αντίστοιχες επισημάνσεις κάνει και η κα. Τζωρτζήνη Βασιλάκη, τελειόφοιτη στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης στο ΟΠΑ, η οποία καταλήγει ότι, «Η ελληνική οικονομία είναι σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιημένη και προσανατολισμένη στον τομέα των υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα ο τουρισμός και το λιανεμπόριο. Οι κλάδοι αυτοί έχουν χαμηλότερη παραγωγικότητα και άρα χαμηλότερες μισθολογικές απολαβές, επηρεάζοντας αρνητικά το ποσοστό μισθών. Επίσης, η τεχνολογία έχει ενισχύσει της υποκατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο, κάνοντας την παραγωγική διαδικασία περισσότερο εντάσεως κεφαλαίου (capital intensive) και άρα εκτοπίζοντας τον παραγωγικό συντελεστή εργασία …».

Σχετικές εκτιμήσεις γίνονται και στα πρόσφατα βιβλία μου για την ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα, στο τελευταίο βιβλίο μου, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση (Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2024), αναφέρονται τα εξής αναφορικά με την αγορά εργασίας (σελ. 382-384).

«Η αγορά εργασίας, ο ρόλος της οποίας είναι κεντρικός τόσο για την ανάπτυξη και την απασχόληση όσο και για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, επίσης χαρακτηρίζεται από σημαντικές στρεβλώσεις που προκαλούνται από την υπερβολική έμφαση στην προστασία των ήδη απασχολουμένων, την περιορισμένη ευελιξία του ωραρίου εργασίας, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος και το αναποτελεσματικό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων. Επιπλέον, λόγω των μεγάλων αδυναμιών της δημόσιας διοίκησης, η εποπτεία της αγοράς εργασίας είναι ιδιαιτέρως αναποτελεσματική, με αποτέλεσμα να έχει γιγαντωθεί μια παράλληλη ‘ανεπίσημη’ αγορά.

Η συρρίκνωση των τομέων παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών έχει επιταχυνθεί και λόγω της στρεβλής λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Πριν από την κρίση του 2010, ο θεσμός των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων στον ιδιωτικό τομέα απέτυχε θεαματικά να αποτρέψει τη συνεχιζόμενη επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το σχετικά μικρό μέγεθος των κλάδων παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και η επακόλουθη χαμηλή επιρροή τους στη διαδικασία συλλογικών διαπραγματεύσεων, οδηγούσαν σε αυξήσεις μισθών πολύ πάνω από τα όρια που έθεταν οι αυξήσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας. Στη δεκαετία του 1980, λόγω του διευκολυντικού χαρακτήρα της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, αυτό οδήγησε σε έναν φαύλο κύκλο αυξήσεων μισθών, υποτιμήσεων και πληθωρισμού. Μετά την υιοθέτηση της πολιτικής της ‘σκληρής δραχμής’ τη δεκαετία του 1990, αυτό οδήγησε σε έναν φαύλο κύκλο συνεχούς επιδείνωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας αυτών των τομέων και της ελληνικής οικονομίας συνολικά, μειώνοντας περαιτέρω το σχετικό μέγεθος και τη διαπραγματευτική τους δύναμη στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Η διαδικασία αυτή γινόταν ακόμη χειρότερη σε κρίσιμες περιόδους, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια εκλογών, από τις υψηλές αυξήσεις των μισθών στο δημόσιο τομέα. Οι αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων ήταν αποτέλεσμα υποχρεωτικών εισοδηματικών πολιτικών της κυβέρνησης και καθορίζονταν από τα ίδια πολιτικά κίνητρα και περιορισμούς που επηρέαζαν τη δημοσιονομική πολιτική γενικά. Επιπλέον, μετά το 1990, οι αυξήσεις μισθών στις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς δεν καθορίζονταν άμεσα από τις κυβερνητικές εισοδηματικές πολιτικές, αλλά ήταν αποτέλεσμα συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ αδύναμων διοικήσεων που διορίζονταν από την εκάστοτε κυβέρνηση και ισχυρών συνδικάτων του δημόσιου τομέα. Μετά από μια αμφιλεγόμενη ‘μεταρρύθμιση’ του 1990, οι διαφορές παραπέμπονταν σε υποχρεωτική διαιτησία, η οποία συνήθως κατέληγε να επιδικάζει αυξήσεις αρκετά κοντά στις υπερβολικές μισθολογικές απαιτήσεις των συνδικάτων του δημόσιου τομέα. Αυτές οι αδυναμίες στον καθορισμό των μισθών του δημόσιου τομέα είχαν συχνά οδηγήσει σε υπερβολικές αυξήσεις μισθών, οι οποίες αργά ή γρήγορα μεταδίδονταν στον ιδιωτικό τομέα. Υπήρξε ένας από τους κύριους λόγους για την επιδείνωση τόσο της διεθνούς ανταγωνιστικότητας όσο και του δημοσιονομικού ισοζυγίου.

Το σύστημα βραχυκυκλώθηκε την περίοδο 2010-2016, μέσω των υποχρεωτικών περικοπών μισθών από την ‘τρόικα’, αλλά δεν έχει ακόμη μεταρρυθμιστεί. Έτσι, υπάρχει αυξανόμενος κίνδυνος υποτροπής των πολιτικών του παρελθόντος όταν οι μισθοί αρχίσουν και πάλι να καθορίζονται μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Τα κυριότερα άλλα προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας σχετίζονται με τις στρεβλώσεις που προκαλούνται από τη φύση της νομοθεσίας για την προστασία των εργαζομένων, την περιορισμένη ευελιξία των ωρών εργασίας και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος.»

Σύνδεσμος στην ερμηνεία της κας Τζωρτζήνης Βασιλάκη