Γιώργος Αλογοσκούφης
Το γράφημα της προηγούμενης εβδομάδας δείχνει την εξέλιξη και τις διακυμάνσεις του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και της κατά κεφαλήν κατανάλωσης της Ελλάδας, σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη της ΕΕ των 15 χωρών, πριν τη διεύρυνση του 2004. Τα στοιχεία προέρχονται από την τράπεζα στοιχείων AMECO της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφορούν τα αντίστοιχα μεγέθη σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης.

Τα ερωτήματα αφορούσαν τη σύνδεση της εξέλιξης τους με τα ευρύτερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και τις ελληνικές και ευρωπαϊκές μακροοικονομικές εξελίξεις και κρίσεις και την εξήγηση του γεγονότος ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση της Ελλάδας ως ποσοστό του μέσου όρου των 15 είναι σημαντικά και συστηματικά υψηλότερη από το αντίστοιχο ποσοστό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το ChatGPT 5, το γράφημα περιγράφει πολύ παραστατικά την οικονομική και πολιτική ιστορία της χώρας και βοηθά να φανεί ο τρόπος με τον οποίο το ελληνικό αναπτυξιακό πρότυπο στηρίχθηκε διαχρονικά περισσότερο στην κατανάλωση παρά στην παραγωγή.
«Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ πλησιάζει γρήγορα τον μέσο όρο της ΕΕ-15. Η βιομηχανική ανάπτυξη, οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, η συγκράτηση μισθών και η εισροή κεφαλαίων (μεταναστευτικά εμβάσματα, ναυτιλία, τουρισμός) οδηγούν σε ισχυρή άνοδο της παραγωγικότητας. Η κατανάλωση ανεβαίνει ακόμα πιο γρήγορα, αντανακλώντας τη μεγάλη άνοδο του βιοτικού επιπέδου από πολύ χαμηλή αφετηρία.
Μετά το 1974, το ΑΕΠ συγκλίνει αρχικά περαιτέρω αλλά στη συνέχεια αρχίζει να χάνει έδαφος έναντι της Ευρώπης. Η πετρελαϊκή κρίση, ο διεθνής στασιμοπληθωρισμός, ο σταδιακός αποπροστατευτισμός και η αδυναμία προσαρμογής μέρους της ελληνικής βιομηχανίας οδηγούν σε αποβιομηχάνιση, αύξηση της ανεργίας και επιβράδυνση της παραγωγικότητας.
Την ίδια στιγμή η δημοκρατική «έκρηξη προσδοκιών», η διόγκωση του κράτους πρόνοιας και της απασχόλησης στο Δημόσιο, μαζί με επεκτατική δημοσιονομική και πιστωτική πολιτική, στηρίζουν την κατανάλωση. Έτσι η καμπύλη της κατά κεφαλήν κατανάλωσης παραμένει πολύ κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ-15, ενώ το ΑΕΠ αρχίζει να αποκλίνει.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η σχετική υστέρηση του ΑΕΠ παγιώνεται. Ο διαρθρωτικός πληθωρισμός, τα μεγάλα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα επιβαρύνουν την ανάπτυξη. Η οικονομία μετακινείται προς τον τομέα των μη διεθνώς εμπορεύσιμων υπηρεσιών (Δημόσιο, εμπόριο, κατασκευές), ενώ ο εξαγωγικός και βιομηχανικός τομέας υποχωρούν. Παρά ταύτα, η κατανάλωση παραμένει σταθερά υψηλότερη από το αντίστοιχο επίπεδο του ΑΕΠ, καθώς χρηματοδοτείται από εισοδήματα από ναυτιλία, τουρισμό, διασπορά, δημοσιονομικά ελλείμματα, πιστωτική επέκταση, και κοινοτικές μεταβιβάσεις (ΜΟΠ, διαρθρωτικά ταμεία).
Η προσπάθεια ονομαστικής σύγκλισης και ένταξης στο ευρώ συνοδεύεται από σταθεροποίηση και προσωρινή βελτίωση της σχετικής θέσης του ΑΕΠ. Η ανάπτυξη όμως βασίζεται όλο και περισσότερο σε:
χαμηλά επιτόκια μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, έκρηξη στεγαστικού και καταναλωτικού δανεισμού,
διόγκωση του Δημόσιου και των συντάξεων, και φούσκα στην οικοδομή και στις τιμές περιουσιακών στοιχείων.
Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: το κατά κεφαλήν ΑΕΠ φθάνει περίπου στο 80% του μέσου όρου της ΕΕ-15, αλλά η κατανάλωση σχεδόν τον ισοφαρίζει ή και τον υπερβαίνει. Η χώρα ζει, ουσιαστικά, πάνω από τις παραγωγικές της δυνατότητες, με αντάλλαγμα τη συσσώρευση ιδιωτικού και δημόσιου εξωτερικού χρέους και χρόνιων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η αντιστροφή είναι απότομη. Η ύφεση, τα μνημόνια, η δημοσιονομική προσαρμογή και η κατάρρευση της πιστωτικής επέκτασης ρίχνουν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ απότομα, σε επίπεδα γύρω ή και κάτω από το 60% της ΕΕ-15. Η κατανάλωση περιορίζεται επίσης έντονα, αλλά λόγω της μεταφοράς πόρων από μισθούς και συντάξεις προς την εξυπηρέτηση του χρέους και της φορολογικής επιβάρυνσης, παραμένει σχετικά πιο «ανθεκτική» από το ΑΕΠ – το χάσμα παραμένει, αν και μικρότερο.
Μετά το 2014 παρατηρείται ανάκαμψη του ΑΕΠ και της κατανάλωσης ως ποσοστό της ΕΕ-15, αλλά από πολύ χαμηλότερη βάση. Η βελτίωση συνδέεται με σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος,
αύξηση του τουρισμού και των εξαγωγών υπηρεσιών, και αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων (ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης).
Ωστόσο η οικονομία παραμένει προσανατολισμένη σε υπηρεσίες χαμηλής/μεσαίας προστιθέμενης αξίας, με σχετικά μικρό βιομηχανικό και τεχνολογικό τομέα, χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένη καινοτομία. Αυτό εξηγεί γιατί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εξακολουθεί να υστερεί αισθητά, ενώ η κατανάλωση συνέχισε να αυξάνεται.»
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα, που αφορούσε την υψηλή κατανάλωση, το ChatGPT 5 αναφέρει τα εξής:
«σχεδόν σε όλη την περίοδο 1960-2024, το ποσοστό της κατά κεφαλήν κατανάλωσης υπερβαίνει αισθητά το αντίστοιχο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος Έλληνας καταναλώνει διαχρονικά περισσότερο από όσο αντιστοιχεί στην παραγωγή του σε σχέση με τον μέσο Ευρωπαίο.
Οι βασικοί μηχανισμοί που το εξηγούν είναι:
Χρόνια χαμηλή αποταμίευση – προτίμηση στην κατανάλωση: Τα νοικοκυριά και το κράτος παρουσιάζουν διαχρονικά χαμηλά ποσοστά καθαρής αποταμίευσης. Οι περίοδοι «καλής συγκυρίας» (π.χ. 1960s, 1990s-2000s, πρόσφατη τουριστική άνθηση) μεταφράζονται περισσότερο σε αύξηση της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης παρά σε παραγωγικές επενδύσεις.
Δημοσιονομικά ελλείμματα και δημόσιο χρέος: Η δημοσιονομική πολιτική χρησιμοποίησε επανειλημμένα τον δανεισμό για να στηρίξει μισθούς, συντάξεις, επιδόματα και δημόσιες υπηρεσίες σε επίπεδα αντίστοιχα ή και υψηλότερα από της ΕΕ-15, παρότι η παραγωγικότητα και το ΑΕΠ υστερούσαν. Έτσι ένα μέρος της αλλά και της ιδιωτικής κατανάλωσης χρηματοδοτήθηκε από το δημόσιο χρέος.
Ιδιωτικός δανεισμός και χρηματοπιστωτική απελευθέρωση: Από τη δεκαετία του 1990 και ιδίως μετά το ευρώ, η ευκολία πρόσβασης σε φθηνό δανεισμό (στεγαστικό, καταναλωτικό, κάρτες) διογκώνει την κατανάλωση ανεξάρτητα από τη δυναμική του ΑΕΠ. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην εκτόξευση της καμπύλης της κατανάλωσης πριν από το 2010.
Εξωτερικές μεταβιβάσεις και εισοδήματα: Αυτές περιλαμβάνουν τις κοινοτικές ενισχύσεις (αγροτικές επιδοτήσεις, διαρθρωτικά ταμεία, Ταμείο Ανάκαμψης, εμβάσματα από την ομογένεια και ναυτιλιακά και τουριστικά έσοδα
Όλα αυτά αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση χωρίς να αποτυπώνονται πλήρως στο εγχώριο ΑΕΠ, ή χωρίς να συνοδεύονται από αντίστοιχη άνοδο της παραγωγικότητας.
Τέλος, η εκτεταμένη παραοικονομία σημαίνει ότι ένα μέρος της παραγωγής – και άρα του εισοδήματος – δεν καταγράφεται στο επίσημο ΑΕΠ, ενώ μεγάλο μέρος της αντίστοιχης κατανάλωσης εμφανίζεται στα στοιχεία. Αυτό τεχνητά μειώνει τον δείκτη «ΑΕΠ ως % της ΕΕ-15» σε σχέση με τον δείκτη κατανάλωσης.»
Αναφορικά με ρόλο της παραοικονομίας, ο κ. Αγγελακόπουλος Δημήτρης, Οικονομολόγος από τη Λάρισα, σημειώνει τα εξής:
«Θεωρώ ότι η ιδιωτική κατανάλωση υπερβαίνει μόνιμα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ λόγω της ύπαρξης της παραοικονομίας και του μαύρου χρήματος. … Το 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers, της κρίσης και της ανασφάλειας η ιδιωτική κατανάλωση πέφτει κατακόρυφα, αφού βέβαια έφτασε τον ΜΟ της ευρωζώνης. Το ότι η παραοικονομία ανθεί στη χώρα, φαίνεται από την ταχύτερη ανάκαμψη της κατανάλωσης, σε αντίθεση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ που παραμένει σε ιστορικά χαμηλά, αποτέλεσμα της χρόνιας καταστροφής του βιομηχανικού τομέα της χώρας, που έμεινε με παλεύει με τουρισμό κ εστίαση.»
Στα γενικότερα ζητήματα που προκύπτουν από το διάγραμμα της περασμένης εβδομάδας αναφέρομαι διεξοδικά στα πρόσφατα βιβλία μου αναφορικά με την ελληνική οικονομία.
Για παράδειγμα, στο τελευταίο βιβλίο μου, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση (Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2024), Κεφάλαιο 11, σελ. 377-378, αναφέρω τα εξής:
«η επιδείνωση των οικονομικών επιδόσεων της Ελλάδας μετά το 1974 δεν ήταν μόνο απόλυτη αλλά και σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ε.Ε. … Το ακόμη χειρότερο είναι ότι από τη μεγάλη ύφεση της περιόδου μετά την κρίση χρέους, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε όρους ΙΑΔ είναι πλέον το δεύτερο χαμηλότερο μεταξύ όλων των χωρών της Ε.Ε. Η μόνη οικονομία της Ε.Ε με χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα είναι η Βουλγαρία.»
Στη σελίδα 379 εξηγώ το γιατί:
«Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση του 1974 δεν ήταν τόσο πρόβλημα ανεπάρκειας οικονομικών πόρων όσο πρόβλημα ανεπάρκειας και αδυναμίας των πολιτικών θεσμών να προωθήσουν μακροχρόνια επωφελείς μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία. Πόροι υπήρξαν και μάλιστα σημαντικοί, τόσο λόγω των μεταβιβάσεων από την Ε.Ε όσο και λόγω του μεγάλου εξωτερικού δανεισμού.
Ωστόσο, οι πολιτικοί θεσμοί της χώρας μετά τη μεταπολίτευση δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν την αποτελεσματική αξιοποίηση αυτών των πόρων μέσω της προώθησης αναγκαίων οικονομικών μεταρρυθμίσεων, αλλά ούτε και την αποφυγή αποσταθεροποιητικών βραχυχρόνιων επιλογών της οικονομικής πολιτικής.
Έτσι, το μεταπολιτευτικό θεσμικό καθεστώς της οικονομικής πολιτικής εξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό χωρίς μακροχρόνιο αναπτυξιακό σχεδιασμό, ως αποτέλεσμα μιας διαπάλης για μερίδια εισοδήματος μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων, με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις να προσπαθούν να ικανοποιήσουν αντικρουόμενους στόχους όπως η επανεκλογή τους, η ανάπτυξη, η απασχόληση, η αναδιανομή και η κοινωνική ειρήνη, μέσω μιας βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής χωρίς σαφείς και δεσμευτικούς κανόνες και περιορισμούς.
Η οικονομική και πολιτική αυτή ισορροπία, …, οδηγούσε σε επιλογές που επηρεάζονταν υπερβολικά από βραχυχρόνιες επιδιώξεις στην οικονομική πολιτική, υποβαθμίζοντας τα πιο μακροχρόνια προβλήματα της οικονομίας και αναβάλλοντας συνεχώς την αντιμετώπιση τους. Με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν επαρκείς δεσμεύσεις για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας ή της νομισματικής σταθερότητας, έως ότου αρχίσει να επιδιώκεται η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, το αποτέλεσμα ήταν η δημοσιονομική και νομισματική αποσταθεροποίηση της δεκαετίας του 1980, αλλά και οι ανεπαρκείς και ατελέσφορες προσπάθειες προσαρμογής στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Η μη ικανοποιητική αυτή κατάσταση διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω και των αυξημένων επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων από την ΕΕ, που για μακρές περιόδους, συγκάλυπταν τα υποβόσκοντα προβλήματα της οικονομίας.»
