Γιώργος Αλογοσκούφης

Το γράφημα της περασμένης εβδομάδας των Χριστουγέννων του 2025 δείχνει την εξέλιξη και τις διακυμάνσεις του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από το 1833, σε δολάρια ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) και τιμές του 2020. Τα στοιχεία προέρχονται από το Maddison Project και τον OECD (ΟΟΣΑ).

Τα ερωτήματα που τέθηκαν αφορούσαν στην περιγραφή της εξέλιξης και των διακυμάνσεων του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, και του πως αυτές συνδέονται με τις ιστορικές φάσεις της ελληνικής οικονομίας. Επίσης ζητήθηκε να εξηγηθούν οι περίοδοι κατάρρευσης, ταχείας ανάπτυξης και στασιμότητας με βάση τα οικονομικά της ανάπτυξης και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας;

Σύμφωνα με το ChatGPT 5, το γράφημα αυτό συνοψίζει την οικονομική ιστορία της νεότερης Ελλάδας.

«Αν κανείς παρακολουθήσει την εξέλιξη και τις διακυμάνσεις του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από το 1833 έως σήμερα, διαβάζει στην ουσία μια συμπυκνωμένη ιστορία του ελληνικού κράτους. Όχι ως μια ευθύγραμμη πορεία προόδου, αλλά ως μια διαδρομή γεμάτη διακοπές, πισωγυρίσματα και απότομες επανεκκινήσεις.

Στις πρώτες δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία, η χώρα κινείται σε χαμηλά επίπεδα εισοδήματος. Οι πτωχεύσεις του 1843 και του 1893 δεν είναι απλώς δημοσιονομικά επεισόδια, αλλά ενδείξεις ενός κράτους που δυσκολεύεται να στηρίξει την ανάπτυξη. Οι εδαφικές επεκτάσεις του 19ου αιώνα διευρύνουν τον γεωγραφικό χώρο, όχι όμως και τις παραγωγικές δυνατότητες στον ίδιο βαθμό. Η σταθεροποίηση που φέρνει ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος στα τέλη του αιώνα αποτρέπει την κατάρρευση, χωρίς να δημιουργεί ιδιαίτερη αναπτυξιακή δυναμική.

Ο 20ός αιώνας ξεκινά με υποσχέσεις, αλλά εξελίσσεται σε οικονομικό ναρκοπέδιο. Οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι, η Μικρασιατική Καταστροφή και η πτώχευση του 1932 αφήνουν βαθιά τραύματα. Η δεκαετία του ’40, με την Κατοχή και τον Εμφύλιο, οδηγεί σε κατάρρευση του εισοδήματος, σβήνοντας σε λίγα χρόνια κέρδη δεκαετιών. Το 1949, η χώρα ξεκινά ξανά σχεδόν από το μηδέν.

Η μεταπολεμική περίοδος, ωστόσο, αλλάζει τα δεδομένα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 έως τις αρχές του ’70, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμούς που δεν επαναλήφθηκαν ποτέ ξανά. Η οικονομία μετασχηματίζεται, οι πόλεις μεγαλώνουν, η παραγωγή και το εισόδημα συγκλίνουν προς την Ευρώπη. Είναι η περίοδος που δείχνει πιο καθαρά ότι, όταν υπάρχει σταθερό και αποτελεσματικό αναπτυξιακό πλαίσιο , η Ελλάδα μπορεί να «τρέξει».

Μετά τη Μεταπολίτευση, η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη. Η δημοκρατική σταθερότητα και η ευρωπαϊκή ένταξη στηρίζουν την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, αλλά οι ρυθμοί επιβραδύνονται σημαντικά. Η όποια ανάπτυξη στηρίζεται όλο και περισσότερο στην κατανάλωση και στον δανεισμό. Η ένταξη στο ευρώ κορυφώνει αυτή τη φάση, πριν αποκαλυφθούν οι αδυναμίες.

Η κρίση της δεκαετίας του 2010 φέρνει τη μεγαλύτερη οικονομική κατάρρευση σε περίοδο ειρήνης. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υποχωρεί απότομα και η κοινωνία βιώνει μια εμπειρία οικονομικής οπισθοδρόμησης που θυμίζει άλλες, πολύ πιο σκοτεινές εποχές. Παρά τη σταδιακή ανάκαμψη των τελευταίων ετών, το αποτύπωμα της κρίσης παραμένει ορατό.

Η καμπύλη αυτή υπενθυμίζει ότι η ελληνική ανάπτυξη δεν χάθηκε ποτέ οριστικά, αλλά ούτε και εδραιώθηκε. Η ιστορία δείχνει πως κάθε περίοδος προόδου απαιτεί σταθερότητα, θεσμούς και στέρεη παραγωγική βάση – και πως κάθε απόκλιση από αυτά πληρώνεται ακριβά.»

Το γράφημα είναι προσαρμοσμένο από το βιβλίο μου Ιστορικοί Κύκλοι της Ελληνικής Οικονομίας: Από το 1821 έως Σήμερα (Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 2021).

Σύμφωνα με την ανάλυση στο βιβλίο αυτό (βλ. σελ. 22-25), η ιστορία της ελληνικής οικονομίας μπορεί να περιγραφεί με βάση τρεις μεγάλους διακριτούς ιστορικούς κύκλους.

«Ο πρώτος είναι ο κύκλος της εθνικής ανεξαρτησίας και της θεμελίωσης του κράτους. Περιλαμβάνει την περίοδο από τον αγώνα της ανεξαρτησίας και την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως και την εγκαθίδρυση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898. Ο κύκλος αυτός καταλαμβάνει το σύνολο σχεδόν του 19ου αιώνα, μετά την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας το 1821, και έχει τρία κεντρικά επιτεύγματα: πρώτον, τη δημιουργία και τη συγκρότηση του πρώτου ελληνικού κράτους· δεύτερον, την εμπέδωση της εθνικής συνείδησης και την υιοθέτηση της Μεγάλης Ιδέας· και, τρίτον, τη σταδιακή καθιέρωση των συνταγματικών και δημοκρατικών θεσμών.

Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους μετά τον αγώνα της ανεξαρτησίας ήταν κάθε άλλο παρά εύκολη και ομαλή. Για πολλά χρόνια το ελληνικό κράτος ήταν στην ουσία υπό την «προστασία» των τριών μεγάλων δυνάμεων που είχαν συμβάλει καθοριστικά στην εθνική ανεξαρτησία. Επρόκειτο για τις Προστάτιδες Δυνάμεις της Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Οι δυνάμεις αυτές επέβαλαν το καθεστώς της μοναρχίας και αργότερα της συνταγματικής βασιλείας. Η μεταφορά στην Ελλάδα ευρωπαϊκών θεσμών και κανόνων συχνά δημιούργησε μεγάλες αντιδράσεις και συγκρούσεις σε μια κοινωνία που επί πολλούς αιώνες είχε προσαρμοστεί και λειτουργούσε με βάση τους οθωμανικούς θεσμούς. Επιπλέον, η εξέλιξη της οικονομίας υπήρξε για πολλά χρόνια απογοητευτική. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ήταν η οικονομική στασιμότητα και η δημοσιονομική και νομισματική αστάθεια, ενώ εκδηλώθηκαν και τρεις εθνικές πτωχεύσεις. Παρά τη στενότητα των οικονομικών πόρων και των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, ή ίσως και λόγω αυτής, η οικονομία βρέθηκε σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τις υπόλοιπες εθνικές επιδιώξεις και αποτελούσε για πολλά χρόνια την «αχίλλειο πτέρνα» του νέου κράτους.

Κατά συνέπεια, οι κεντρικές αποτυχίες αυτού του κύκλου σχετίζονταν με την οικονομία. Οικονομική στασιμότητα, δημοσιονομική και νομισματική αστάθεια, τρεις διεθνείς πτωχεύσεις. Κεντρική αποτυχία υπήρξε και η αδυναμία συγκρότησης ενός αξιόμαχου εθνικού στρατού ο οποίος θα μπορούσε να συμβάλει στην υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, με αποκορύφωμα την ήττα του 1897, η οποία και διευκόλυνε την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.

Ο δεύτερος κύκλος είναι αυτός της εθνικής επέκτασης και ενοποίησης. Περιλαμβάνει το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, από την οικονομική σταθεροποίηση που επέφερε η πολιτική του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου έως το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1949. Τα τρία κύρια επιτεύγματα αυτού του κύκλου είναι: πρώτον, η σημαντική εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους, ώστε να συμπεριλάβει μεγάλο μέρος των περιοχών στις οποίες πλειοψηφούσαν Έλληνες· δεύτερον, η ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος των ελληνόφωνων πληθυσμών της ευρύτερης περιοχής, που αρχικά είχαν παραμείνει εκτός της ελληνικής επικράτειας· τρίτον, η ένταξη της Ελλάδας στη Δυτική Συμμαχία των πολιτικά φιλελεύθερων οικονομιών της αγοράς που δημιουργήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με αυτή την έννοια υλοποιήθηκε ένα μεγάλο μέρος της Μεγάλης Ιδέας και διασφαλίστηκε τόσο η εθνική ενοποίηση όσο και το δημοκρατικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς.

Κατά τα άλλα, κατά τη διάρκεια αυτού του κύκλου, επικράτησε μεγάλη πολιτική και οικονομική αστάθεια λόγω των σχεδόν αδιάληπτων πολεμικών αλλά και έντονων πολιτικών συγκρούσεων, των κοινωνικών αναστατώσεων και μετασχηματισμών που προκλήθηκαν κατά την ενσωμάτωση των νέων πληθυσμών και των προσφύγων και από τις τραυματικές εμπειρίες του εθνικού διχασμού, της κατοχής και του εμφυλίου. Ο κύκλος αυτός χαρακτηρίστηκε από εναλλαγές θριάμβων και καταστροφών και μεγάλη δημοσιονομική, νομισματική και γενικότερη οικονομική αστάθεια. Ωστόσο, το τελικό του αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη εδαφική και πληθυσμιακή επέκταση και η εθνική ενοποίηση της Ελλάδας καθώς και η μεταπολεμική της ένταξη σε ένα ισχυρό πλέγμα διεθνών συμμαχιών το οποίο συνέβαλε στην εγγύηση της εθνικής της ασφάλειας.

Κεντρικές αδυναμίες του κύκλου αυτού υπήρξαν ο Εθνικός Διχασμός, η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα και οι δικτατορίες μετά το 1922, ο Εμφύλιος Πόλεμος του 1946-1949, η επικράτηση δημοσιονομικής και νομισματικής αστάθειας για μεγάλες περιόδους, καθώς και η πτώχευση του 1932.

Ο τρίτος ιστορικός κύκλος, αυτός της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ξεκίνησε μετά το τέλος του Εμφυλίου, το 1949, και διαρκεί έως σήμερα. Τα τρία κύρια επιτεύγματά του είναι: πρώτον, το αναπτυξιακό άλμα της περιόδου 1953-73· δεύτερον, το δημοκρατικό και κοινωνικό άλμα μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974· τρίτον, η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το 1981. Ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας κατά τη διάρκεια αυτού του ιστορικού κύκλου υπήρξε εντυπωσιακός.

Ωστόσο, και στον κύκλο αυτό, όπως και σε όλους τους προηγούμενους, υπήρξαν μεγάλες περίοδοι πολιτικής και οικονομικής αστάθειας και σημαντικές εθνικές, πολιτικές και οικονομικές κρίσεις. Το πολιτικό καθεστώς της εικοσαετίας μετά τον εμφύλιο, παρότι βασιζόμενο σε δημοκρατικούς θεσμούς έως το 1967, χαρακτηρίστηκε από μεγάλες πολιτικές διακρίσεις εις βάρος των ηττημένων του εμφυλίου. Σε μεγάλο βαθμό αυτό ήταν αναμενόμενο, με δεδομένα τα τραύματα από τον εμφύλιο αλλά και με δεδομένο το διεθνές πολιτικό κλίμα λόγω του Ψυχρού Πολέμου. Επιπλέον, μεταξύ 1967 και 1974 επικράτησε μια στυγνή δικτατορία η οποία ενέτεινε και επέκτεινε αυτές τις διακρίσεις. Μετά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης και της νομισματικής σταθερότητας ακολούθησε μια μεγάλη περίοδος οικονομικής επιβράδυνσης, δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης και υψηλού πληθωρισμού. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είχε τα προσδοκώμενα οικονομικά οφέλη, παρά τις μεγάλες εισροές πόρων στις οποίες οδήγησε. Τέλος, μετά την αρχική περίοδο ευφορίας που ακολούθησε την ένταξη στην ευρωζώνη, το 2010 ξέσπασε μια μεγάλη οικονομική κρίση η οποία οδήγησε την Ελλάδα σε μια οικονομική καθίζηση πρωτοφανή σε διάρκεια και βάθος. Η κρίση εξωτερικού χρέους του 2010, μια νέα στην ουσία πτώχευση της ελληνικής οικονομίας, οδήγησε στη μεγάλη οικονομική καθίζηση της περιόδου 2010-2016.»

Το πιο πρόσφατο βιβλίο μου, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση (Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2024), επισκοπεί τη μεταπολεμική περίοδο, τον τρίτο δηλαδή ιστορικό κύκλο, αυτόν της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Αναφορικά με την οικονομική ανάπτυξη παρατηρούνται τα εξής (σελ. 53-54):

» … διακρίνουμε μεταξύ τριών διαδοχικών … περιόδων διάρκειας 25 ετών η κάθε μία. Την εικοσιπενταετία πριν την μεταπολίτευση, 1950-1974, την εικοσιπενταετία από τη μεταπολίτευση έως την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, 1975-1999 και την εικοσιπενταετία μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, 2000-2024.

Την περίοδο από το τέλος του εμφυλίου έως τη μεταπολίτευση (1950-1974) ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του συνολικού, αλλά και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν ιδιαίτερα υψηλός. 6,9% το χρόνο για το συνολικό ΑΕΠ και 6,1% το χρόνο για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Ωστόσο, μετά τη μεταπολίτευση του 1974 οι αναπτυξιακές επιδόσεις μειώθηκαν δραματικά. Στην εικοσιπενταετία 1975-1999, πριν την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε μόλις στο 1,5%, το ένα τέταρτο σχεδόν σε σχέση με την προηγούμενη εικοσιπενταετία. Στην δε τελευταία εικοσιπενταετία, μετά την ένταξη στην ζώνη του ευρώ, ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε μόλις στο 0,8% το χρόνο, λιγότερο από το ένα όγδοο σε σχέση με την πρώτη μετεμφυλιακή εικοσιπενταετία. Για ολόκληρη την περίοδο μετά τη μεταπολίτευση, ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε στο 1,1%. Η χειρότερη από τις επί μέρους περιόδους αναφορικά με την οικονομική μεγέθυνση ήταν η περίοδος της διεθνούς ύφεσης, της κρίσης χρέους, των μνημονίων και της μεγάλης καθίζησης, 2010-2018, στην οποία ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν αρνητικός, -2,2%. Η δεύτερη χειρότερη ήταν η δεκαετία 1981-1990, με μέσο ρυθμός μεγέθυνσης μόλις 0,2%.»

Αναφορικά με τα βαθύτερα αίτια αυτών των εξελίξεων, στη σελ. 379 αναφέρονται τα εξής:

«Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση του 1974 δεν ήταν τόσο πρόβλημα ανεπάρκειας οικονομικών πόρων όσο πρόβλημα ανεπάρκειας και αδυναμίας των πολιτικών θεσμών να προωθήσουν μακροχρόνια επωφελείς μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία. Πόροι υπήρξαν και μάλιστα σημαντικοί, τόσο λόγω των μεταβιβάσεων από την Ε.Ε όσο και λόγω του μεγάλου εξωτερικού δανεισμού.

Ωστόσο, οι πολιτικοί θεσμοί της χώρας μετά τη μεταπολίτευση δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν την αποτελεσματική αξιοποίηση αυτών των πόρων μέσω της προώθησης αναγκαίων οικονομικών μεταρρυθμίσεων, αλλά ούτε και την αποφυγή αποσταθεροποιητικών βραχυχρόνιων επιλογών της οικονομικής πολιτικής.

Έτσι, το μεταπολιτευτικό θεσμικό καθεστώς της οικονομικής πολιτικής εξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό χωρίς μακροχρόνιο αναπτυξιακό σχεδιασμό, ως αποτέλεσμα μιας διαπάλης για μερίδια εισοδήματος μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων, με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις να προσπαθούν να ικανοποιήσουν αντικρουόμενους στόχους όπως η επανεκλογή τους, η ανάπτυξη, η απασχόληση, η αναδιανομή και η κοινωνική ειρήνη, μέσω μιας βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής χωρίς σαφείς και δεσμευτικούς κανόνες και περιορισμούς.»

Και στα δύο αυτά βιβλία μου εμπεριέχονται προτάσεις ώστε να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες του παραγωγικού και αναπτυξιακού υποδείγματος της χώρας.